Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2017

Απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και οι εργασιακές μεταβολές στη μνημονιακή περίοδο

Γιώργος Διαγουρτάς


MSc ΟικονομικώνΕπιστημών


ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Μεταβολές στο κόστος εργασίας, την παραγωγικότητα, και το μοναδιαίο κόστος εργασίας

Ένα δεύτερο επιχείρημα των μνημονιακών  κυβερνήσεων της χώρας, των εγχώριων υποστηρικτών τους και των δανειστών ήταν πως το εργασιακό κόστος στην χώρα, πριν την οικονομική κρίση του 2008, ήταν ιδιαίτερα υψηλό και έπρεπε να μειωθεί για να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και σαν αποτέλεσμα αυτού να αυξηθούν οι εξαγωγές και να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας. Σύμφωνα με τη EUROSTAT (Γράφημα 1 ) ο εκτιμώμενος μέσος ωριαίος μισθός στην Ελλάδα για το 2015 ήταν σχεδόν 11 ευρώ όταν στην Ε.Ε. των 28 ήταν σχεδόν 19 ευρώ. Το σύνολο του μέσου ωριαίου εργασιακού κόστους συμπεριλαμβανομένου και των εργοδοτικών εισφορών είναι 14,5 ευρώ πολύ κοντά στην Πορτογαλία και την Μάλτα όταν στην Ε.Ε. είναι κοντά στα 25 ευρώ. Η Ελλάδα είναι μία από τις 3 χώρες της ΕΕ (μαζί με Κύπρο και Ουγγαρία) που το μέσο ωριαίο εργασιακό κόστος έχει μειωθεί από το 2012 (ψήφιση 2ου μνημονίου) . Βέβαια έχει το μεγαλύτερο ποσοστό μείωσης 13,2%. (Πίνακας 1). Ενώ, παρά την κυρίαρχη άποψη πως το μερίδιο των εργοδοτικών εισφορών στο εργασιακό κόστος είναι ιδιαίτερα υψηλό στην Ελλάδα, τα στοιχεία δείχνουν πως βρίσκεται λίγο κάτω από το μέσο όρο της Ε..Ε. (23,8% έναντι 24%).

Γράφημα 1 : Mέσο ωριαίο κόστος εργασίας στην Ε.Ε.







Πίνακας 1: Μέσο ωριαίο κόστος εργασίας




  
Αποτέλεσμα της απορρύθμισης της αγοράς εργασίας και της μείωσης του εργασιακού κόστους στη χώρας μας ήταν και η πτώση της παραγωγικότητας τόσο ανά εργαζόμενο όσο και ανά ώρα εργασίας (Πίνακας 2). Με έτος βάσης το 2010, η Ελλάδα είναι η χώρα με την μεγαλύτερη πτώση στην παραγωγικότητα ανά εργαζόμενο (8%) το 2014 σε σύγκριση με το 2008, χρονιά της μεγάλης παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Ακολουθεί η Κύπρος και η Ιταλία με  5% και η Φιλανδία με 4%.Επίσης είναι μαζί με την Ιταλία τη Μάλτα και την Φιλανδία οι μοναδικές χώρες στην Ε.Ε. με μειωμένη παραγωγικότητα ανά εργαζόμενο το 2014 σε σύγκριση με το 2010.
Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα με μείωση της παραγωγικότητας ανά ώρα εργασίας στην Ε.Ε. στο 2014 σε σύγκριση με το 2010. Μάλιστα τα προσωρινά στοιχεία της EUROSTAT για το 2015 εμφανίζουν νέα πτώση της παραγωγικότητας ανά εργαζόμενο και ανά ώρα εργασίας (5% και 6% ανά εργαζόμενο και ανά ώρα εργασίας αντίστοιχα σε σύγκριση με το 2010).[1]

Πίνακας 2 : Παραγωγικότητα ανά εργαζόμενο και ανά ώρα εργασίας με έτος βάσης το 2010



Παρά την σημαντική πτώση της παραγωγικότητας της εργασίας η μεγαλύτερη πτώση στο εργασιακό κόστος έχει ως αποτέλεσμα την πτώση του ονομαστικού μοναδιαίου κόστους εργασίας (ο λόγος του εργασιακού κόστους ανά εργαζόμενο προς την παραγωγικότητα ανά εργαζόμενο) την περίοδο της εφαρμογής των μνημονίων, σύμφωνα με τα στοιχεία της EUROSTAT (Πίνακας 3). Με εξαίρεση την Ιρλανδία (λόγω της μεγάλης αύξησης στην παραγωγικότητα της εργασίας) η Ελλάδα παρουσιάζει την μεγαλύτερη πτώση στο μοναδιαίο κόστος εργασίας στην Ε.Ε. το 2015 σε σύγκριση με το 2010 (12,4%) . Παρά την μεγάλη μείωση του κόστους εργασίας η ελληνική οικονομία δεν ανέκτησε την ανταγωνιστικότητα της καθώς ούτε οι εξαγωγές αυξήθηκαν ούτε η ανεργία μειώνεται σε ανεκτά, για την κοινωνική συνοχή της χώρας, επίπεδα.

  
Πίνακας 3



Ενδεικτικό ως προς τα παραπάνω για την διανομή του εισοδήματος και την ανεργία στη χώρα είναι το Γράφημα 10, από την Ετήσια Έκθεση της Ελληνικής Οικονομίας[2] για το 2015 του ΙΝ.Ε. της ΓΣΕΕ που δείχνει πως η μεγάλη αύξηση της ανεργίας συνδυάστηκε με μεγάλη πτώση του μέσου πραγματικού μισθού από το 2009 και έπειτα. Όμως, παρά την μικρή μείωση της ανεργίας την διετία 2014-15 ο μέσος μισθός εξακολουθεί να συμπιέζεται. Μάλιστα στο β και γ τρίμηνο του 2015 σημειώθηκαν μεγάλες μειώσεις στον πραγματικό μισθό (2,4% σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα το 2014). Σε αυτό έχει συντελέσει, σύμφωνα με την έκθεση, “τα προγράμματα προσαρμογής, η αύξηση της απασχόλησης σε κλάδους έντασης εργασίας αλλά και η επέκταση της μερικής απασχόλησης και της απασχόλησης ανειδίκευτων ή ημιδεικευμένων εργαζομένων». Επίσης, παρά τη μείωση της παραγωγικότητας ανά εργαζόμενο κατά 6% την εξαετία 2010-2015, η μεγαλύτερη μείωση του πραγματικού μισθού κατά 28,1% είχε ως αποτέλεσμα την μεγάλη πτώση του μοναδιαίου κόστους εργασίας, με συνέπεια, τόσο στο σύνολο της οικονομίας όσο και στον ιδιωτικό  τομέα, το εισόδημα της εργασίας ως ποσοστό της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας να υποχωρήσει (Γράφημα 11). Γεγονός που δείχνει την μείωση της εργασιακής δύναμης, την διατήρηση αν όχι αύξηση του περιθωρίου κερδοφορίας του κεφαλαίου (Γράφημα 12) και την αύξηση του ποσοστού υπεραξίας  (λόγος της παραγωγικότητας προς το κόστος εργασίας)

Γράφημα 10







Γράφημα 11 Ποσοστό εισοδήματος της εργασίας στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία.




Σύμφωνα με τα παραπάνω τα βασικά συμπεράσματα για τις επιπτώσεις της εφαρμογής στη χώρα μας  των μνημονιακών πολιτικών όσων αφορά το κόστος  και την παραγωγικότητα της εργασίας είναι πως :

1.      Η Ελλάδα είναι μία από τις 3 χώρες της ΕΕ (μαζί με Κύπρο και Ουγγαρία) που το μέσο ωριαίο εργασιακό κόστος έχει μειωθεί από το 2012 και έχει το μεγαλύτερο ποσοστό μείωσης 13,2%.
2.      Η Ελλάδα είναι η χώρα με την μεγαλύτερη πτώση στην παραγωγικότητα ανά εργαζόμενο στην ΕΕ (8%) το 2014 σε σύγκριση με το 2008
3.      Η  Ελλάδα παρουσιάζει την μεγαλύτερη πτώση στο μοναδιαίο κόστος εργασίας στην Ε.Ε. το 2015 σε σύγκριση με το 2010 (12,4%)
4.      Μειώνεται το μερίδιο της εργασιακής δύναμης στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία στη χώρα μας από το 2010 και μετά , με συνέπεια το κεφάλαιο να αυξάνει το μερίδιο του (περιθώριο κέρδους) στην «πίτα» της  παραγωγής  (ΑΕΠ)
5.      Παρά την μικρή μείωση της ανεργίας την διετία 2014-15 ο μέσος μισθός εξακολουθεί να συμπιέζεται.




[1] http://ec.europa.eu/eurostat/tgm/table.do?tab=table&init=1&plugin=1&language=en&pcode=tsdec310
[2] http://www.inegsee.gr/ekdosi/etisia-ekthesi-2016-ine-gsee-i-elliniki-ikonomia-ke-i-apascholisi/

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2017

Κοινωνικές σχέσεις και δημογραφία

Στάθης Κουτρουβίδης 


Ιστορικός, απόφοιτος του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και κάτοχος μεταπτυχιακού του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών στη Σύγχρονη Ευρωπαϊκή και Ελληνική Ιστορία του ίδιου Πανεπιστημίου. Είναι  διδάκτορας του Πανεπιστημίου Κρήτης και Επιστημονικός συνεργάτης στη Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων.
O τίτλος της διατριβής του είναι: "Κοινωνική κυριαρχία και έγγειες σχέσεις στο νομό Αχαϊοηλίδος τον 19ο αιώνα: οικονομικές και πολιτιστικές διαστάσεις".

Η μορφή ανάπτυξης που κυριάρχησε στην περίπτωση του Νομού Αχαϊοήλιδος και ευρύτερα στις περιοχές της Βορειοδυτικής Πελοποννήσου έως και τη σταφιδική κρίση στα τέλη του 19ου αιώνα, συνδέθηκε άμεσα με την απότομη επέκταση της σταφιδικής παραγωγής. Η επέκταση της σταφιδικής καλλιέργειας στην περιοχή συνοδεύτηκε από τη συνεχή όσο και σταθερή μετακίνηση πληθυσμών από τα ορεινά και τα ημιορεινά προς πεδινότερες και παράλιες περιοχές στην αρχή και στη συνέχεια με τη μόνιμη μετεγκατάστασή τους σε νέες περιοχές. Η δημογραφική αυτή εξέλιξη όπως θα δούμε πιο αναλυτικά, δεν ήταν σταθερή και συνεχής, αλλά χαρακτηριζόταν από αδράνειες και διαφοροποιήσεις.
Ας παρατηρήσουμε ορισμένα στοιχεία που αφορούν τους δήμους της επαρχίας Πατρών που επιβεβαιώνουν τις παραπάνω σκέψεις. Στα 1835, έτος κατά το οποίο είχαμε τη θέσπιση του πρώτου βασικού Νόμου για τη διανομή της εθνικής γης,- «Νόμος περί Προικοδότησης»-ο δήμος Πατρών συγκαταλεγόταν με βάση τον πληθυσμό του στη Βτάξη κατάταξης, δηλαδή ανήκε στις πόλεις που διέθεταν πληθυσμό μέχρι 10.000 κατοίκους, αφού υπολογιζόταν ότι ο πληθυσμός του δήμου ανέρχεται περίπου σε 5.469 κατοίκους. Το 1870 ο πληθυσμός είχε ανέλθει στις 26.000 χιλιάδες κατοίκους. Το ετήσιο σωρευτικό ποσοστό αύξησης του δήμου προσέγγιζε το 2%, ενώ ακολουθούσε ο δήμος Δύμης με 1,7% και ο παραλιακός δήμος Ερινεού με 1,6% αντίστοιχα. Ο ημιορεινός και πιο απομακρυσμένος από τα παράλια δήμος Φαρών, με έδρα την Χαλανδρίτσα παρουσίαζε μικρότερη ετήσια αύξηση, ύψους 0,8%, ενώ και οι πιο ορεινός δήμος Τριταίας μικρότερο ποσοστό. Αν εξαιρέσουμε επίσης την επαρχία Ήλιδος, στην οποία παρατηρείται - και ιδιαίτερα μετά το 1879 -, μια απότομη αύξηση του πληθυσμού, οι υπόλοιπες επαρχίες του νομού Αχαϊοήλιδος χαρακτηρίζονταν από σχετική στασιμότητα με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την επαρχία Καλαβρύτων. Η πόλη των Καλαβρύτων επειδή αποτελούσε τη θερινή κατοικία πολλών νομαδικών πληθυσμιακών ομάδων, δεν παρουσίαζε καμία μορφή δημογραφικής σταθερότητας, αλλά συνεχών αυξομειώσεων. Η συνεχής μετακίνηση πληθυσμιακών πλεονασμάτων με όλο και εντονότερους ρυθμούς φαίνεται ότι προκλήθηκε από την προσφορά γης που υπήρχε στα πεδινά και παράλια εδάφη του Νομού. Η δημογραφική αυτή έκρηξη που ήδη περιγράψαμε, σημειώνεται αυξητικά τις δεκαετίες του 1860-1870, με μετακινήσεις πληθυσμών από τους ορεινούς όγκους προς τις περιοχές των δήμων που βρίσκονταν πλησίον της πόλης και της παραλιακής ζώνης.[1] Ειδικότερα η απότομη δημογραφική αύξηση στην επαρχία και ειδικά στους παραλιακούς δήμους Πατρών, Δύμης, και Ερινεού μετά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, πρέπει να συνδυαστεί με την τρίτη φάση εκχερσώσεων και εκτεταμένης καλλιέργειας της κορινθιακής σταφίδας, που ακολούθησε την αγροτική μεταρρύθμιση του 1871. Η κάλυψη της νοτιοδυτικής πλευράς της επαρχίας με σταφίδα, βασίστηκε στο συγκυριακό άνοιγμα της γαλλικής αγοράς, η οποία είχε ανάγκη λόγω της φυλλοξήρας που έπληξε τις γαλλικές φυτείες την κάλυψη των αναγκών της με φτηνό σταφιδικό προϊόν.