Δευτέρα 27 Μαρτίου 2017

Η καλλιέργεια της σταφίδας και η δημιουργία των οικισμών στη Δυτική Αχαΐα

Κώστας Παπαγιαννόπουλος
Αρχαιολόγος-Ιστορικός

Δεν έχουν περάσει ακόμα διακόσια χρόνια από τότε που η Ελλάδα απελευθερώθηκε από τους Οθωμανούς. Μέσα στο νέο κράτος που δημιουργήθηκε περιλαμβανόταν και η Δυτική Αχαΐα, η οποία είχε ένα πολύ διαφορετικό πρόσωπο από αυτό που βλέπουμε σήμερα. Υπήρχαν λίγοι οικισμοί και μεγάλο μέρος του εδάφους ήταν ακαλλιέργητο, καθώς πολλοί από τους σημερινούς οικισμούς δημιουργήθηκαν μετά την Επανάσταση με την εγκατάσταση νέων οικογενειών κυρίως από τα ορεινά μέρη της Αχαΐας, αλλά και από άλλες περιοχές της Ελλάδας. Στην αρχή η εγκατάστασή τους ήταν προσωρινή, γρήγορα όμως οι συνθήκες τους υποχρέωσαν να κατοικήσουν μόνιμα στις νέες περιοχές. 


Μάζεμα αποξηραμένης σταφίδας
Η επικερδής καλλιέργεια της σταφίδας έπαιξε κα­ταλυτικό ρόλο για τη μετακίνηση των ορεινών πληθυσμών. Ως γνωστόν, η σταφίδα, και ιδιαίτερα  η κορινθιακή σταφίδα είναι ένα ευαίσθητο προϊόν που ευδοκιμεί στα παραλιακά μέρη του Πατραϊκού και του Κορινθιακού κόλπου. Πιο συγκεκριμένα, κύριοι τόποι παραγωγής της είναι η δυτική και η βόρεια Πελοπόννησος (από τη Γαστούνη ως την Κόρινθο), η Ζάκυνθος, η Αιτωλία και η Ναύπακτος, και μάλιστα συνήθως σε απόσταση έως 5 χλμ. ή, σπάνια, έως 8 χλμ. από την ακτή. Αυτό σημαίνει ότι η προσπάθεια και το κόστος για τη μεταφορά του προϊόντος δεν αποτελούσαν ιδιαίτερο πρόβλημα και σε συνδυασμό με τη χαμηλή φορολογία του, την αυξανόμενη ζήτηση στις αγορές του εξωτερικού και την εύκολη χορήγηση πιστώσεων από τις τράπεζες, συνιστούσαν τους βασικούς λόγους για τους οποίους η καλλιέργειά του ήταν ελκυστική.
Τρύγος σταφίδας

Ωστόσο, η καλλιέργεια και η εμπορία της σταφίδας δεν είναι το μοναδικό κίνητρο που ώθησε αυτούς τους πληθυσμούς να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές τους εστίες. Η εγκατάσταση σε νέους οικισμούς και η ενασχόληση με τις γεωργικές εκμεταλλεύσεις προϋπέθετε την ύπαρξη μεγάλων εκτάσεων, οι οποίες θα μπορούσαν με συστηματική καλλιέργεια να αποδώσουν ένα ικανό εισόδημα ή – ανάλογα με το μέγεθος και τη θέση των κτημάτων –ακόμα και να δημιουργήσουν μια οικονομική βάση για περαιτέρω επενδύσεις. Τέτοιες εκτάσεις, εκτός από την Εκκλησία, διέθετε το ελληνικό κράτος, οι οποίες περιήλθαν στην κατοχή του μετά την αποχώρηση των Οθωμανών από την Ελλάδα. Είναι οι γνωστές με την ονομασία «εθνικές γαίες» ή «εθνικά κτήματα».

Οι περισσότερες από τις εκτάσεις αυτές ήταν ακαλλιέργητες, καλυμμένες με δασική ή χορτολιβαδική βλάστηση που ευνοούσε την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας. Ορισμένες εκτάσεις είχαν μείνει ακαλλιέργητες ήδη από τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας καθώς δεν υπήρχαν αρκετά εργατικά χέρια, αφού μεγάλο μέρος του πληθυσμού είχε καταφύγει στις πόλεις ή στα ορεινά. Ακόμα και οι λίγες εκτάσεις που καλλιεργούνταν συστηματικά πριν από την Επανάσταση, είχαν καταντήσει χέρσες και οι καλλιέργειες είχαν καταστραφεί εξαιτίας των πολεμικών επιχειρήσεων.

Το ελληνικό κράτος φάνηκε στην αρχή απρόθυμο να διανείμει ή να εκποιήσει τα εθνικά κτήματα. Πράγματι, μέχρι το 1870 μόνο ένα μικρό μέρος των κτημάτων αυτών διανεμήθηκε με μια σειρά νόμων, πρώτος από τους οποίους ήταν ο Νόμος της Προικοδότησης του 1835. Ο νόμος αυτός περιλάμβανε παραχωρήσεις γαιών έναντι ορισμένου τιμήματος και ονομάστηκε νόμος περί «προικοδότησης», ακριβώς διότι αποτέλεσε μια μορφή «προίκας» προς τον ελληνικό λαό ως αντάλλαγμα του αγώνα του και της προσφοράς του κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821. Δυστυχώς, οι πρώτοι που επωφελήθηκαν από το νόμο της Προικοδότησης του 1835 ήταν οι πρόκριτοι και οι έμποροι. Αυτοί απέσπασαν τις πιο αποδοτικές γαίες, τις οποίες είτε είχαν ήδη καταπατήσει και ο νόμος ήρθε απλώς να τους τις παραχωρήσει και επίσημα ή τις απέκτησαν κατά τη διανομή ως ισχυροί με την πλημμελή εφαρμογή του νόμου. Ωστόσο, οι παραχωρήσεις εθνικών γαιών αφορούσαν στο μεγαλύτερό τους ποσοστό κλήρους μικρότερους των 10 στρεμμάτων. Επιπλέον, οι εθνικές γαίες που αποσπάστηκαν από τα ισχυρά κοινωνικά στρώματα, αν και ήταν οι πιο αποδοτικές, δεν ήταν συνεχείς, βρίσκονταν δηλαδή σε διάφορες θέσεις και συνήθως δεν ξεπερνούσαν τα 50 στρέμματα σε κάθε θέση.
Αποξήραση και συλλογή σταφίδας

Μετά το 1835 ακολούθησαν άλλοι νόμοι, όπως ο νόμος «περί της εκποιήσεως των εθνικών κτημάτων» του 1836 και ο νόμος «περί παραχωρήσεως εθνικών γαιών εις τους φαλαγγίτας» του 1838. Οι νόμοι αυτοί επέτρεψαν σε μικρούς και μεσαίους κτηματίες να συμμετάσχουν στη διαδικασία πλειστηριασμού των εθνικών κτημάτων. Τη συμμετοχή τους ευνοούσε ο διαφορετικός τρόπος φορολόγησης, δηλαδή η επαναφορά του φυσικού φόρου της δεκάτης και η δυνατότητα αποπληρωμής με γραμμάτια, τα λεγόμενα φαλαγγίτικα γραμμάτια. Το μειονέκτημα όμως ήταν ότι οι εκτάσεις αυτές βρίσκονταν μακριά από το αστικό κέντρο και το λιμάνι της Πάτρας και ήταν λιγότερο αποδοτικές.

Οι μελλοντικοί κάτοχοι των εκτάσεων αυτών για να μπορέσουν να αναπτύξουν οποιαδήποτε γεωργική εκμετάλλευση, έπρεπε πρώτα από όλα να τις εκχερσώσουν και να προετοιμάσουν το έδαφος για τη νέα καλλιέργεια (συνήθως σταφίδα, αλλά και ελιές, αμυγδαλιές κ.ά). Αυτό όμως απαιτούσε εργατικά χέρια και συνεχή προσπάθεια. Πράγματι, οι νέοι ιδιοκτήτες όταν εγκαθίσταντο σε κάποιο τμήμα εθνικής γης προέβαιναν στον ακόλουθο διακανονισμό: «ένας κεφαλαιούχος αγόραζε ορισμένη έκταση γης και την έδινε σε μια αγροτική οικογένεια για να την καλλιεργήσει. Το σύνολο των άλλων δαπανών και της εργασίας τα αναλάμβανε η οικογένεια, ωσότου η νέα φυτεία άρχιζε να καρποφορεί, δηλαδή για μια περίοδο περίπου έξι χρόνων. Τότε κατά τη συμφωνία τους μοίραζαν τη γη σε δύο ίσα τεμάχια, από τα οποία ένα έμενε στον αρχικό ιδιοκτήτη, δηλαδή στον κεφαλαιούχο, ενώ το άλλο παρέμενε στην οικογένεια των χωρικών, ως ελεύθερη πλέον ιδιοκτησία τους, έναντι της εργασίας και των δαπανών καλλιέργειας».

Δεν μπορούμε όμως να μιλήσουμε για μαζική κάθοδο των ορεινών πληθυσμών προς τα πεδινά και ενασχόληση με τη σταφιδοκαλλιέργεια ήδη από την πρώτη φάση των μετακινήσεων. Από τη μια, όπως δείχνουν οι απογραφές του πληθυσμού αλλά και τα στατιστικά στοιχεία για την παραγωγή και εξαγωγή της κορινθιακής σταφίδας, οι εποχιακοί εργάτες που δούλευαν στα κτήματα των γαιοκτημόνων μέχρι το 1851 ήταν λίγοι, συνήθως 5-6 άτομα σε κάθε θέση. Σε αυτούς πρέπει να προσθέσουμε  κάποιους ακόμα μικροϊδιοκτήτες. Από την άλλη, επειδή η σταφίδα αρχίζει να αποδίδει καρπούς μετά από έξι χρόνια και φτάνει στο μέγιστο της απόδοσης στα δεκαπέντε χρόνια, οι πρώτες φυτείες άρχισαν να βρίσκονται στο παραγωγικό στάδιο μετά το 1841 και ιδιαίτερα μετά το 1851, εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων που αφορούσαν σε καταπατημένες εκτάσεις ή σε μικρές και ελάχιστα αποδοτικές εκτάσεις που ανήκαν σε κατοίκους των παλαιών χωριών.

Έπειτα, την άνοδο της σταφιδοκαλλιέργειας και την εγκατάσταση περισσότε­ρων οικογενειών στα πεδινά ανέκοψε η εμφάνιση της ασθένειας του μύκητα κατά το διάστημα 1850-1858 και ιδιαίτερα το 1852-1856. Πολλοί εποχιακοί εργάτες ή μικροϊδιοκτήτες εγκατέλειψαν τα κτήματά τους και επέστρεψαν στα ορεινά. Κερδισμένοι από την καταστροφή της σοδειάς βγήκαν ορισμένοι έμποροι που προαγόραζαν τον καρπό του επόμενου έτους αλλά και οι τοκογλύφοι. Η ασθένεια των σταφιδαμπέλων καταπολεμήθηκε βέβαια μερικά χρόνια αργότερα, αρχικά με τον περιορισμό του ύψους των δένδρων και μετά με το θειάφισμα. Παρόλα αυτά η κερδοσκοπία δεν έπαψε να υπάρχει καθώς ορισμένοι που έμαθαν, ότι η ασθένεια θεραπεύεται στην Ιταλία και αλλού, έσπευσαν να μεταφέρουν από εκεί μεγάλες ποσότητες θειάφι, το οποίο διέθεσαν ανεξέλεγκτα στη μαύρη αγορά.

Από το 1858 λοιπόν το σκηνικό αλλάζει. Η νέα αρχή που γίνεται για εγκατάσταση στην πεδιάδα φαίνεται πλέον καθαρά στην απογραφή του 1861, όπου παρουσιάζεται μια μικρή αύξηση πληθυσμού. Ο εποικισμός προχωρεί ακόμα περισσότερο μετά τη δημοσίευση των νόμων του 1863 και 1867 «περί εκποιήσεως των Εθνικών, Επισκοπικών και των εις τας διαλελυμένας Μονάς ανηκόντων φθαρτών κτημάτων». Τότε παραχωρούνται καλλιεργημένες εκτάσεις με σταφιδαμπέλους που ανήκαν στο Δημόσιο έναντι μικρού τιμήματος και με ευκολίες πληρωμής.

Η μαζική κάθοδος, λοιπόν, των ορεινών πληθυσμών και η ενασχόληση με τη σταφιδοκαλλιέργεια παρατηρείται μετά το 1871 που τέθηκε σε εφαρμογή η αγροτική μεταρρύθμιση και ιδιαίτερα μετά το 1877 που εντάθηκε η ζήτηση της σταφίδας στις αγορές του εξωτερικού. Ως γνωστόν, η ζήτηση της σταφίδας εντάθηκε στο διάστημα 1877-1893, όταν τα γαλλικά αμπέλια προσβλήθηκαν από φυλλοξήρα και η τιμή του ποιοτικού οίνου εκτοξεύτηκε στα ύψη. Τότε η Γαλλία άρχισε να εισάγει μεγάλες ποσότητες σταφίδας από την Ελλάδα για να καλύψει τις ανάγκες για παραγωγή κρασιού (δεύτερης ποιότητας). Η σταφίδα με τον υψηλότερο αλκοολικό βαθμό στη Μεσόγειο χρησιμοποιούταν ως υποκατάστατο του σταφυλιού είτε χλωρή για ανάμειξη ή ξερή και από αυτή παραγόταν ο λεγόμενος σταφιδίτης ή ξηροσταφιδίτης ή «ωδιβέρτειος» οίνος. Το 1893 τα γαλλικά αμπέλια θεραπεύτηκαν και η χώρα αυτή εφάρμοσε προστατευτικό δασμολόγιο με αποτέλεσμα να πέσει κατακόρυφα η ζήτηση της σταφίδας και να ξεσπάσει στην Ελλάδα η περίφημη «σταφιδική κρίση». Το διάστημα λοιπόν 1871-1893 χαρακτηρίζεται από την εντατική προσπάθεια μετατροπής ακαλλιέργητων ή και δασωδών εκτάσεων σε χώρους κατάλληλους για το φύτεμα της σταφίδας, αλλά είναι ταυτόχρονα και η «χρυσή εποχή» για τους σταφιδοκαλλιεργητές.

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Αγριαντώνη, Χ. 20012. H ελληνική οινοβιομηχανία τον 19ο αιώνα: από την αναζήτηση της ποιότητας στον σταφιδίτη. Στο Iστορία του ελληνικού κρασιού, B΄ Tριήμερο Eργασίας, Σαντορίνη, 7-9 Σεπτεμβρίου 1990, 133-144. Αθήνα: Πολιτιστικό Tεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ.
Αρώνη-Τσίχλη, Κ. 1997. Αγροτικοί αγώνες κατά τη σταφιδική κρίση 1893-1905. Τα Ιστορικά 14(26), 87-102.
Κουτρουβίδης, Σ. 2010. Συγκέντρωση γης και επενδυτικές πρακτικές στον δήμο Δύμης το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Τα Ιστορικά 52(Ιούνιος), 27-50.
Μούλιας, Χ.Α. 2000. Το λιμάνι της σταφίδας, Πάτρα 1828-1900. Εμπόριο, βιομηχανία, τράπεζες, ασφάλειες. Πάτρα: Περί Τεχνών.
Παπαγιαννόπουλος, Κ. 2009. Η δημιουργία των χωριών. Στο Βραχναίικα και Μονοδένδρι: Αρχαιολογία του Τοπίου και Τοπική Ιστορία, Κ. Παπαγιαννόπουλος (επιμ.), 105-134. Βραχναίικα: Δημοτική Επιχείρηση Πολιτιστικής Ανάπτυξης Βραχναιίκων/ Ινστιτούτο Τοπικής Ιστορίας (Ι.Τ.Ι.) & Ομάδα Αρχαιολογίας του Τοπίου (ΟΜ.ΑΡ.Τ.), Ιστορία Δυτικής Αχαΐας 3.
Πετρόπουλος, Ι. & Α. Κουμαριανού 1977. Το Ελληνικό κράτος από το 1833 ως το 1862: Περίοδος βασιλείας του Όθωνος 1833-1862. Στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 13, 8-105. Αθήναι: Εκδοτική Αθηνών.




Δευτέρα 13 Μαρτίου 2017

«Σταφιδαποθήκες Μπάρρυ», ένα κομμάτι της ιστορίας της Σταφίδας

Νίκη Ράλλη
Αρχαιολόγος - Ιστορικός



Σήμερα στέκει στο ανατολικό μέτωπο της Πάτρας ένα ιστορικό κτήριο, που κουβαλά την ιστορία ενός πολύ μεγάλου κεφαλαίου για την πόλη, αυτή της παραγωγής και του εμπορίου της σταφίδας, που για περισσότερο από έναν αιώνα εξύψωσε αλλά και ταλάνισε την κοινωνία της και που έδωσε την αίγλη αλλά κι επέφερε την παρακμή του λιμανιού της. Είναι το εργοστάσιο του σταφιδέμπορου Μπάρρυ, γνωστό ως «Σταφιδαποθήκες Μπάρρυ».

Το 1922, την περίοδο της Μικρασιατικής Καταστροφής, η οικογένεια Μπάρρυ κατέφτασε στην Ελλάδα αναζητώντας τη σωτηρία, αλλά και αφήνοντας πίσω της την εταιρία Barry Freres
Ήταν μία εταιρία που τουλάχιστον από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αι. εξήγαγε σταφίδες, σουλτανίνες, σύκα, κουκιά και βελανίδια προς τη Γαλλία, διατηρώντας μάλιστα αντιπροσώπους και στην πόλη των Πατρών. Αποτελούσε ήδη από το 1848 μία δραστήρια οικογένεια στη Σμύρνη, τη σκάλα της Ανατολής και κυριαρχούσε στο εμπόριο και τις συναλλαγές με όλα τα μεγάλα και λαμπρά ευρωπαϊκά λιμάνια.

Η οικογένεια Μπάρρυ έφτασε στην Πάτρα μαζί με τους άλλους πρόσφυγες, αλλά τα μέλη της έφυγαν στο εξωτερικό, που σίγουρα οι συνθήκες διαβίωσης ήταν πολύ καλύτερες από αυτές που επικρατούσαν στην ταλαιπωρημένη πολιτικά και οικονομικά Ελλάδα.

Μόνο ο Φρεντ, ένα από τα τρία παιδιά του Αδόλφου και της Ζερμαίν, επέστρεψε στην Πάτρα το 1927 μετά από τη φοίτησή του στο σχολείο του Παρισιού. Νόμιζε ότι επισκέφτηκε κάποια αποικία βλέποντας τις υποτυπώδεις υποδομές της πόλης και συγκρίνοντας τες με των άλλων ευρωπαϊκών πόλεων. Έμεινε ένα χρόνο στην Πάτρα κι επέστρεψε στη Γαλλία για να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία. Το 1931 βρέθηκε και πάλι στην Πάτρα, όπου και αποφάσισε οριστικά να διαμείνει και να ασχοληθεί με το σταφιδεμπόριο. Αμέσως, άρχισε τις σημαντικές εμπορικές δραστηριότητες με το Λονδίνο, όπου και η οικογένειά του διατηρούσε υποκαταστήματα.

Εκείνη την εποχή νοίκιασε ένα κτήριο που δέσποζε στο λιμάνι της πόλης, ιδιοκτησίας της οικογένειας Καραμανδάνη κι έτσι ξεκίνησε το εμπόριο του «μαύρου χρυσού».
Το εργοστάσιο Μπάρρυ λειτούργησε με σημαντικές αντοχές στις κρίσεις της σταφίδας έως το 1940. Για τα επόμενα 15 χρόνια η οικογένεια εγκατέλειψε την πόλη για ασφάλεια, αφού την περίοδο της κατοχής το εργοστάσιο βομβαρδίστηκε και ο Φρεντ Μπάρρυ σώθηκε από το χρηματοκιβώτιό του, το οποίο τον προστάτευσε από την οβίδα που έπεσε στο χώρο του γραφείου του.

Το 1955 ο Φρεντ επέστρεψε στην Πάτρα με τη σύζυγό του Έλλη Τριάντη και παρά τις δυσμενείς συνθήκες που επικρατούσαν στο εμπόριο ο Οίκος Μπάρρυ λειτούργησε έως το 1986, όταν ο ίδιος αποφάσισε να αποσυρθεί κλείνοντας έναν μεγάλο κύκλο για την οικογένεια Μπάρρυ, που περισσότερο από ενάμιση αιώνα εμπορεύθηκε τον καρπό της σταφίδας.  
H οικογένεια Φρεντ Μπάρρυ στην Πάτρα

Από τον Ιούνιο του 1986 άρχισαν οι εργασίες συντήρησης του κτηρίου προκειμένου να λειτουργήσει ως χώρος του Διεθνούς Φεστιβάλ Πάτρας. Ο χώρος φιλοξένησε εκθέσεις και άλλα πολλά καλλιτεχνικά δρώμενα. Μάλιστα στον εκθεσιακό χώρο υπήρχαν πολλές από τις μηχανές και τα ξύλινα χειροποίητα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν οι εργάτες για την επεξεργασία του καρπού. Δυστυχώς, όταν τη δεκαετία του ’90 κατέρρευσε η στέγη του κτηρίου πολλά από αυτά καταστράφηκαν.   
Ο τελευταίος εργάτης του εργοστασίου κοιτάζει τα χαλάσματα λίγο πριν ξεκινήσουν οι εργασίες επισκευής του.

Σήμερα στις ιστορικές «Σταφιδαποθήκες Μπάρρυ» στεγάζεται η Δραματική Σχολή και τα γραφεία του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Πάτρας. Λίγα στοιχεία είναι αυτά που μπορούν να σε πάνε πίσω, σε εκείνη την εποχή που οι εργάτες κατέκλυζαν το χώρο, φόρτωναν τη σταφίδα σε ξύλινα κιβώτια και τη μετέφεραν στο λιμάνι για να ταξιδέψει στα μεγάλα λιμάνια της δυτικής Ευρώπης.

 
 Το εσωτερικό του εργοστασίου μετά από την ανάδειξή του σε εκθεσιακό χώρο.
Ευχαριστώ θερμά τον Άλμπερτ Μπάρρυ για τις πληροφορίες που πολύ πρόθυμα μου έδωσε καθώς και τον Στάθη Χρυσικόπουλο για τη διάθεση του φωτογραφικού υλικού από το προσωπικό του αρχείο. 


Σάββατο 4 Μαρτίου 2017

American Beauty



Κωνσταντίνος Βιέννας
Φοιτητής Νομικής



Σύνοψη: Ο Λέστερ Μπέρναμ είναι ένας μεσήλικας που δεν έχει καμία προσδοκία από τη ζωή του. Ζει καταπιεσμένος από την αυταρχική σύζυγό του, Κάρολιν, και έχει αποξενωθεί από την έφηβη κόρη του, Τζέιν. Δύο τυχαία γεγονότα, όμως, ανατρέπουν την οικογενειακή ισορροπία, καθώς στο διπλανό σπίτι μετακομίζει η οικογένεια του πρώην στρατιωτικού Συνταγματάρχη Φιτς, ενώ ο Λέστερ ερωτεύεται την  Άντζελα, μία 17χρονη φίλη της κόρης του.
Με αφορμή τον έρωτα αυτόν, ο Λέστερ αποφασίζει να επαναστατήσει ενάντια στα κακώς κείμενα της ζωής του. Έτσι, παραιτείται από τη δουλειά του αφού αποσπάσει ένα μεγάλο ποσό εκβιάζοντας τον διευθυντή του, πιάνει δουλειά ως σερβιτόρος και ξεκινά να συμπεριφέρεται σαν έφηβος. Ταυτόχρονα, η κόρη του βρίσκει την απάντηση στις εφηβικές της ανασφάλειες ξεκινώντας έναν δεσμό με το γιο των Φιτς κι η σύζυγός του αποκτά μια εξωσυζυγική σχέση.
Μια παρανόηση όμως του Συνταγματάρχη για την ερωτική προτίμηση του γιου του, που, εκτός από εραστής της Τζέιν, είναι και φίλος του Λέστερ, θα αποτελέσει το έναυσμα για να ξεκινήσει μια σειρά από γεγονότα, που οι πρωταγωνιστές θα αποκαλύψουν τα μυστικά τους∙ καλούμενοι να αντιμετωπίσουν τις επιλογές τους και να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων, θα δείξουν τον πραγματικό εαυτό τους αλλάζοντας για πάντα τη ζωή των δύο οικογενειών με τρόπο απρόβλεπτο και δραματικό.

Αποτέλεσμα εικόνας για american beautyΠληροφορίες: Η ταινία προβλήθηκε το 1999. Το σενάριο υπογράφει ο Alan Ball, ενώ η σκηνοθεσία έγινε από τον Sam Mendes. Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, τον Λέστερ ερμηνεύει ο Kevin Spacey, με την Annette Bening να υποδύεται την Κάρολιν. Οι Chris Cooper και Wes Bentley παίζουν, αντίστοιχα, τον Συνταγματάρχη και το γιο του.
Αντιδράσεις κοινού και κριτικών: Το «American Beauty» απέσπασε εξαιρετικές κριτικές και κέρδισε το κοινό, τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στον υπόλοιπο κόσμο. Τα έσοδά της ταινίας ήταν 356,3 εκατ.$ και βρίσκεται στην 63η θέση των καλύτερων ταινιών στο imdb. Όσον αφορά τις διακρίσεις της, η ταινία κατάφερε να κερδίσει τρεις Χρυσές Σφαίρες, πέντε Όσκαρ και έξι BAFTA.
Γιατί να τη δείτε: Γιατί αναδεικνύει ως μόνη πηγή ευτυχίας το να ακολουθεί κανείς τα όνειρά του, όσο ανέφικτα ή παιδαριώδη δείχνουν αυτά, και όσο απρόβλεπτες ίσως είναι οι συνέπειές τους, μήνυμα αισιόδοξο και διαχρονικά επίκαιρο. Θυμίζει συγχρόνως πως ποτέ δεν είναι αργά για να προσπαθήσουμε να ανακτήσουμε τον χαμένο εαυτό μας και να απαλλαγούμε από όσα μας περιορίζουν. Ουσιαστικά, αποτελεί μια ωδή στην προσπάθεια του ανθρώπου να γίνει αυτό που ο ίδιος επιθυμεί και μια διαβεβαίωση προς τον θεατή πως η αλλαγή αυτή, αν πηγάζει αληθινά από μέσα του, θα επιτύχει το στόχο της.
Επιπλέον, η ταινία επιτίθεται στον μικροαστικό καθωσπρεπισμό των αμερικανικών προαστίων, στις κοινωνικές συμβάσεις, σε όλο αυτό το σύστημα που γεννά και επιβάλλει τους περιορισμούς των ονείρων μας. Καταδεικνύοντας την έλλειψη επικοινωνίας μεταξύ των ηρώων, προτάσσοντας τις αδυναμίες και αποκαλύπτοντας τους κρυφούς πόθους τους, το «American Beauty» αποδομεί τη σύγχρονη αμερικανική κοινωνία και, ακόμα σημαντικότερα, επιβεβαιώνει πως, πίσω από τα προσωπεία που ο καθένας μας φορά στο θέατρο της κοινωνίας, κρύβονται παλλόμενες καρδιές και μικρά ή μεγάλα ανθρώπινα δράματα, έτοιμα να βγουν στην επιφάνεια με τον χειρότερο τρόπο, αν δεν αντιμετωπιστούν εγκαίρως.
Στην κινηματογραφική ανάλυση της ταινίας, το σενάριο του Alan Ball ξεχωρίζει όχι μόνο για τον ωμό ρεαλισμό του, αλλά και για την μαεστρία με την οποία επιταχύνει την εναλλαγή των γεγονότων και οδηγεί το δράμα προς τη λύση του, μια λύση που, με τον τρόπο που επέρχεται, γεμάτη παραλογισμό, δεν επιφέρει απλώς την κάθαρση του πρωταγωνιστή, αλλά υπογράφει τελεσίδικα το επιμύθιο της ταινίας ενάντια στον κομφορμισμό και υπέρ της προσωπικής ελευθερίας. Αξιόλογη είναι και η σκηνοθεσία, με εντυπωσιακούς συμβολισμούς που προσφέρουν επιπλέον στοιχεία για την ταυτότητα καθενός εκ των ηρώων.
Τέλος, οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών είναι απολαυστικές, αφού όλο το καστ είναι υψηλότατου επιπέδου. Θα ήταν άδικο όμως να μην ξεχωρίσουμε τον απολαυστικό Kevin Spacey, που επικύρωσε με το «Αmerican Beauty» πως αποτελεί έναν από τους καλύτερους ηθοποιούς της γενιάς του, φωτίζοντας με αυτόν τον κυνικό ύφος (που χαρακτηρίζει πολλούς από τους χαρακτήρες που έχει υποδυθεί) τα βάθη της ψυχής του Λέστερ Μπέρναμ.

Απολαύστε την!