Τα τελευταία χρόνια έχει ξεκινήσει ένας διάλογος με πλευρές της Ελληνικής Ιστορίας.
Το περιοδικό μας μέσα από τις στήλες του φιλοδοξεί να φιλοξενήσει αυτό τον διάλογο και τις απόψεις που αναπτύσσονται. Ξεκινώντας από αυτό το τεύχος όπου φιλοξενούμε το άρθρο του φιλόλογου Αθανάσιου Χαλαζιά.
Αθανάσιος Χαλαζιάς
Φιλόλογος
«Σβήνοντας ένα κομμάτι από το
παρελθόν, σβήνει κανείς κι ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον και είναι
θλιβερή η ζωή που μοιάζει με ακατοίκητο σπίτι» έλεγε εύστοχα ο Σεφέρης. Πράγματι η
φράση αυτή παραμένει επίκαιρη ιδίως στη σημερινή εποχή της καταναλωτικής
κοινωνίας και της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Κι αυτό γιατί προκειμένου
ένας λαός να εξανδραποδισθεί και να γίνει υποχείριο και των ισχυρών, πρέπει πρώτα να υποστεί σημαντική
φθορά η μνήμη του, να ξεχαστεί το παρελθόν του, καθώς η ιστορία αποτελεί μία
μορφή κοινωνικής και εθνικής συνείδησης.
Είναι φανερό ότι
σήμερα, η σημαντικότερη ίσως περίοδος για τους νεοέλληνες, η Επανάσταση του '21
παραποιείται συστηματικά, αλλοιώνεται, αποδομείται από κάποιους νεόκοπους,
δήθεν «προοδευτικούς» ιστορικούς, των οποίων η αξιοπιστία και επιστημονική
επάρκεια είναι αμφισβητούμενη. Πρόκειται για μια κατηγορία ιστορικών οι οποίοι,
όπως ισχυρίζονται, επιχειρούν να ξαναγράψουν την ιστορία χρησιμοποιώντας, όμως,
μεμονωμένα στοιχεία και περιστασιακά γεγονότα. Εκμεταλλευόμενοι μάλιστα την
πατέντα της «πολιτικής ορθότητας» προσπαθούν να κάμψουν τις αντιστάσεις που
υπάρχουν, ταυτίζοντας τον πατριωτισμό και το σεβασμό στην ιστορική μνήμη με τον
εθνικισμό, το ρατσισμό, το φασισμό.
Δυστυχώς, αυτή η ομάδα
ιστορικών κυριαρχεί στα πανεπιστήμια, στα ΜΜΕ, σε οργανώσεις, μέσα στα ίδια τα
κόμματα, στο ΕΛΙΑΜΕΠ (Ελληνικό Ίδρυμα Ευρωπαϊκής και Εξωτερικής Πολιτικής), στο
Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και φυσικά στο ίδιο το Υπουργείο Παιδείας. Αυτοί είναι,
λοιπόν, οι «ιστορικοί» που γράφουν τα σχολικά βιβλία και τα διάφορα
πανεπιστημιακά εγχειρίδια επιχειρώντας την αναπαραγωγή αυτών των αντιλήψεων.
Έτσι μαθαίνουμε, ότι οι Έλληνες καλοπερνούσαν επί Τουρκοκρατίας, ότι οι
Σουλιώτισσες κατακρημνίσθηκαν στο Ζάλογγο απωθούμενες από τους οπισθοχωρούντες
Σουλιώτες, ότι δεν υπήρξε Κρυφό Σχολειό, ότι η γέννηση του ελληνικού έθνους
συμπίπτει με την ίδρυση του ελληνικού κράτους και άλλα πολλά ψευδή και παράδοξα.
Εύλογα αναρωτιέται
κανείς γιατί άραγε επιλέγεται η νεότερη ιστορία και ιδίως η Ελληνική Επανάσταση
του 1821, και τί επιδιώκουν οι παραχαράκτες της. Προφανώς, η επιλογή αυτής της
περιόδου της Νεότερης Ιστορίας δεν είναι τυχαία. Αποτελεί ευκαιρία να θεμελιώσουν
τα σαθρά ιδεολογήματά τους και να προωθήσουν τις θεωρίες τους.
Η Επανάσταση του ’21
αποτελεί κομμάτι της πρόσφατης ιστορίας του ελληνικού έθνους και συνεπώς είναι
αυτή που καθόρισε με την έκβασή της την πορεία του. Αυτό δεν είναι καθόλου
ασήμαντο αν σκεφτούμε ότι το ελληνικό κράτος ως χωροθετημένη και διοικούμενη
οντότητα, ύστερα από 400 χρόνια σκλαβιάς, χρονολογείται από το 1830, αρκετά
δηλαδή νέο συγκριτικά με άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Αυθαίρετα, λοιπόν, η γένεση του
ελληνικού έθνους και της εθνικής ταυτότητας ταυτίζεται από τους αποδομητές με
την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Δεν μας λένε, όμως, ότι η έννοια του έθνους
στην περίπτωσή μας δεν είναι αστικογενής, δεν προήλθε δηλαδή έπειτα από τη
νομοτελειακή συγκρότηση μιας αστικής τάξης που δημιούργησε το έθνος-κράτος.
Αντίθετα, θεμελιώνεται, όπως αναφέρει ο Ν. Σβορώνος, σε στοιχεία πολιτιστικά που ανάγονται στην
κλασική αρχαιότητα και στο Βυζάντιο, στη συνεχή και αδιάλειπτη χρήση της ελληνικής
γλώσσας, σε κοινά έθιμα και παραδόσεις.
Επιπλέον, εσκεμμένα
παραγνωρίζεται ο ρόλος της εκκλησίας, η οποία συνέβαλε στη διατήρηση των
πολιτισμικών στοιχείων του ελληνισμού και της γλώσσας, ενώ η δράση της
συμβαδίζει με τον ένοπλο αγώνα μιας και δεν ήταν λίγοι οι εκπρόσωποί της, οι
οποίοι πήραν τα όπλα και βγήκαν στα βουνά. Μύθος το Κρυφό Σχολειό, ενώ υπάρχει
πληθώρα πρωτότυπων ιστορικών πηγών, καθώς και γραπτές μαρτυρίες αμερόληπτων
ιστορικών και ξένων περιηγητών της εποχής, σύμφωνα με τις οποίες η παιδεία των
υπόδουλων πράγματι διώκονταν.
Εν ολίγοις, προσπαθούν
οι αποδομητές να αποδείξουν, ότι το ελληνικό έθνος είναι ένας κατασκευασμένος
μύθος, ο οποίος καλλιεργεί μία ψευδή εικόνα του Έλληνα για τον εαυτό του, που
τον εμποδίζει να εκσυγχρονιστεί και να αντιληφθεί την είσοδο της ανθρωπότητας
στη νέα εποχή της παγκοσμιοποίησης, της υπέρβασης συνόρων, εθνικών συμφερόντων,
πολιτισμικών και ιστορικο-κοινωνικών ιδιαιτεροτήτων, νοοτροπίας και αξιών. Και
είναι ιδιαίτερα λυπηρό το γεγονός, ότι τέτοιες απόψεις βρίσκουν πρόσφορο έδαφος
σε μερίδα ατόμων οι οποίοι, μέσω της αποκοπής της κοινωνίας από το παρελθόν
της, νομιμοποιούν τον ατομισμό τους, προτάσσουν το ιδιωτικό τους συμφέρον
έναντι του γενικού, κάνουν καριέρα ακαδημαϊκή ή πολιτική ως υποχείρια ξένων
συμφερόντων. Ο στόχος των αποδομητών, λοιπόν, είναι να εκλείψει το αίσθημα της
εθνικής υπερηφάνειας του λαού μας, να υπονομεύσουν το εθνικό του φρόνημα και
τον αντιστασιακό του χαρακτήρα, που διαπερνά ολόκληρη την ιστορική του υπόσταση
και φυσιογνωμία και που επέτρεψε στο λαό αυτό να επιζήσει στη διαδρομή των
αιώνων. Ξεχνούν, όμως, αυτοί οι δήθεν προοδευτικοί ότι έτσι επιτρέπουν σε
ναζιστικά μορφώματα, τα οποία υποτίθεται ότι τα αντιμάχονται, να καπηλεύονται
την Ιστορία, να παρουσιάζονται ως θεματοφύλακες της ιστορικής κληρονομιάς και
των ελληνικών παραδόσεων. Προφανώς η ρήση του Σολωμού ότι «το Έθνος πρέπει να
μάθει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθές» αγνοείται σκοπίμως.
Κι αν
υποθέσουμε ότι η αποδομητική σχολή έχει δίκιο σε όσα υποστηρίζει, τότε πώς και
γιατί έγινε η Επανάσταση;
Την
απάντηση δίνει ο Τοκβίλ, ο γάλλος θεωρητικός του 19ου αιώνα: «Οι επαναστάσεις
δεν δημιουργούνται εκ του μηδενός». Και φυσικά δεν γίνονται κατ’ αγνώστων, όπως άφησε να εννοηθεί ο υπουργός
Παιδείας. Τα καταπιεσμένα για 400 χρόνια αγροτικά στρώματα, με
πρωτοβουλία ενός αστικού στρώματος επηρεασμένου από τις ιδέες του Διαφωτισμού,
ξεσηκώθηκαν εναντίον του κατακτητή. Η εθνική συνείδηση και οι άθλιες
κοινωνικοοικονομικές συνθήκες ήταν κύριοι παράγοντες που οδήγησαν προς αυτή την
κατεύθυνση. Επομένως, υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες, και απ’ ότι φαίνεται οι
Έλληνες δεν καλοπερνούσαν επί Τουρκοκρατίας, όπως ισχυρίζεται η Ρεπούση.
Το γεγονός
της Επανάστασης βρήκε ιδιαίτερη απήχηση σε λαϊκούς στρατιωτικούς ηγέτες, οι
οποίοι ουδέποτε συμβιβάστηκαν με την τουρκική εξουσία και μάλιστα πολλοί από
αυτούς -όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Ανδρούτσος κ.ά.- προέρχονταν από κλέφτικη γενιά.
Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, ότι η λαϊκή μούσα ύμνησε τη δράση των Κλεφτών, τις
θυσίες και τον αγώνα για ελευθερία. Και ακόμα, καθόλου τυχαίο δεν είναι το
γεγονός ότι τα τραγούδια αυτά πέρασαν από γενιά σε γενιά και τραγουδιούνται και
χορεύονται ως τις μέρες μας. Βεβαίως, τα δημοτικά τραγούδια αγνοούνται παντελώς
από τους αποδομητές πολύ απλά, γιατί εκφράζουν επακριβώς το λαϊκό αίσθημα και
είναι γέννημα του ίδιου του λαού.
Η ιστορία,
λοιπόν, του ελληνικού λαού είναι συνυφασμένη με τους αγώνες για την ελευθερία
και αυτό το αγωνιστικό φρόνημα, ο αντιστασιακός χαρακτήρας που διέπει ολόκληρη
τη Νεοελληνική Ιστορία σύμφωνα με τον Νίκο Σβορώνο, μπόλιασε τις επόμενες
γενιές και έγινε βίωμα με τους μετέπειτα αγώνες, με το έπος του '40 και την
Εθνική Αντίσταση. Δυστυχώς, κάποιοι, δύσκολα θα μπουν στην ψυχή αυτού του λαού
και θα παραμείνουν υπηρέτες του συστήματος, δέσμιοι των ιδεοληψιών τους και
μάλλον δεν θα καταλάβουν ποτέ την υπέρτατη θυσία των κατά Θ. Πάγκαλο
«αντιπαραγωγικών», του Σιαλμά, του Ηλιάκη, και όλων όσων έπεσαν για την
πατρίδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου