Γεράσιμος Καραμπελιάς
Καθηγητής
Πάντειο
Πανεπιστήμιο
Πριν από 14 χρόνια, το Νοέμβριο του 2002, όταν το
ΑΚΡ και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κέρδισε τις εκλογές πολύ ήταν αυτοί που
πίστεψαν ότι η Τουρκία μπορούσε να γυρίσει σελίδα και να πλησιάσει τα δυτικά
πρότυπα άσκησης και εφαρμογής της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Ήταν πολλοί αυτοί, ιδιαίτερα σε γειτονικές
χώρες, που είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους για μια καλύτερη περίοδο
διακρατικών σχέσεων στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της γείτονας χώρας και τις
βαρύγδουπες εξαγγελίες της περί εξωτερικής πολιτικής «μηδενικών
προβλημάτων». Αλλά και στο εσωτερικό
της, δεν ήταν λίγοι οι εκπρόσωποι των διαφόρων μειονοτικών ομάδων που πίστεψαν
ότι μέσω της συγκεκριμένης κυβέρνησης θα δικαιωθούν οι αγώνες τους για
κατοχύρωση των πολιτικών και κοινωνικών τους δικαιωμάτων.
Τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα μετά το
αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου, η εικόνα του Τούρκου
πρωθυπουργού σίγουρα έχει προκαλέσει απογοήτευση, ίσως και πικρία. Βέβαια, πολλοί σήμερα πιστεύουν ότι εάν
«εξαφανιστεί» ο Πρόεδρος Ερντογάν από το προσκήνιο, η δημοκρατία θα επιστρέψει
στην Τουρκία. Αυτό που ίσως οι
περισσότεροι δεν γνωρίζουν είναι ότι ο παραδοσιακός τρόπος διαχείρισης «της
φωνής του άλλου», που στην περίπτωση αυτή είναι τα ΜΜΕ, δείχνει ότι δύσκολα η
Τουρκία και η οποιαδήποτε ομάδα άσκησης εξουσίας μπορούν να απομακρυνθούν από
την αυταρχική-μιλιταριστική τους κουλτούρα και συμπεριφορά.
Παραδοσιακές Πολιτικές
Συμπεριφορές στην Τουρκία
Δεν είναι δυνατό να υπάρξει κάποια
προσπάθεια ερμηνείας της πολιτικής συμπεριφοράς πολιτών, ομάδων πίεσης και
πολιτικών ηγετών δίχως αναφορά στην επιρροή που ασκεί σε ψυχολογικό, κοινωνικό
και πολιτιστικό επίπεδο το κράτος (Devlet) στην καθημερινή πολιτική τους
συμπεριφορά. Διότι από την περίοδο της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έως και τις ημέρες μας, στο κράτος αποδίδεται ο χαρακτηρισμός
της πατρικής φιγούρας, Devlet Baba, υποδηλώνοντας ότι ως Πατέρας αγαπάει όλα τα
παιδιά του, τα φροντίζει και τα προστατεύει όμως ταυτόχρονα απαιτεί από αυτά
υπακοή και σεβασμό. Φυσικά, όλοι
προσδοκούν ότι σαν «δίκαιος» πατέρας οφείλει να τα τιμωρεί παραδειγματικά τα
ανυπάκουα παιδιά του και επικροτούν την πράξη του αυτή όταν συμβαίνει. Καθώς δίκαιος και δυνατός εκλαμβάνονται ως
έννοιες συνώνυμες, η δύναμη του κράτους και των κρατούντων κρίνεται από την
ικανότητα και δυνατότητα να τιμωρούν τους απείθαρχους-ανυπάκουους πολίτες και θεσμούς. Ο ερχομός του Μουσταφά Κεμάλ και των
συνεργατών του στην εξουσία όχι μόνο δεν αλλοίωσε τη συγκεκριμένη πολιτική και
πολιτιστική ταυτότητα αλλά την ενίσχυσε, μέσω της επέκτασης του κρατικού
ελέγχου σε τομείς όπως η εκπαίδευση, η οικονομία, η θρησκεία, η δικαιοσύνη και
η επικοινωνία, ως αναγκαία συνθήκη για την εδραίωση των αντι-λαϊκών μέτρων και
μεταρρυθμίσεων.
Από
την αντίληψη και συμπεριφορά δεν μπόρεσαν να απεγκλωβιστούν ούτε μικροί και
μεγάλοι κάτοχοι και συντελεστές των ΜΜΕ.
Οι διώξεις που υπέστησαν οι μειονοτικοί παράγοντες, ιδιαίτερα οι
ευκατάστατοι και λόγιοι, καθόλη τη διάρκεια της Ρεπουμπλικανικής μονοκρατορίας
(1923-1950) αλλά και μεταγενέστερα, δεν επέτρεψε στους παλαιούς κατόχους
έντυπων μέσων να διαφοροποιηθούν από τις εντολές της Άγκυρας. Ταυτόχρονα, η αδυναμία των μη-μειονοτικών να
στηριχθούν οικονομικά στην αγοραστική δυνατότητα του κοινού, είτε λόγω του
μονοπωλιακού αρχικά καθεστώτος διακίνησης του τύπου είτε λόγω του βαθμού
αναλφαβητισμού των πολιτών, τους οδήγησε στην αναζήτηση διευκολύνσεων από την
πατρική φιγούρα του Κράτους (πχ χορηγήσεις χαμηλότοκων δανείων, φορολογικές
διευκολύνσεις, εξυπηρετήσεις στην αγορά γης και αντιμετώπισης συνδικαλιστικών
οργάνων). Υποχρεωμένοι να διατηρούν άριστες σχέσεις με την άρχουσα
στρατο-γραφειοκρατική τάξη αλλά και πολιτικούς ηγέτες που είχαν την ικανότητα
ανόδου τους στην κρατική εξουσία, οι εκδότες των εθνικής αλλά και τοπικής
εμβέλειας έντυπου τύπου αλλά και ραδιο-τηλεοπτικών μέσων ήταν πολύ δύσκολο να
κατορθώσουν να απεγκλωβιστούν από αυτή τη λαίλαπα των
«διευκολύνσεων-υποχρεώσεων». Το αντάλλαγμα της χειραγώγησης των πολιτικών
συναισθημάτων και αποφάσεων των πολιτών δεν έδειχνε ικανό να δημιουργήσει
πολλές ηθικές αναστολές και ενδοιασμούς στη σχέση τους με την κρατική εξουσία.
Το
δεύτερο χαρακτηριστικό είναι η απήχηση
γοητεία που ασκεί η αυταρχική συμπεριφορά στο σύνολο των κατοίκων της
χώρας. Κατά τον Όζμπουντουν, «η πολιτική
κουλτούρα της Τουρκίας αποδίδει τα πρωτεία όχι στο άτομο αλλά στη συλλογικότητα
… Η ατομικότητα και η παρέκκλιση τιμωρούνται ενώ η προσαρμογή και η υπακοή θα
ανταμειφθούν. Τα περισσότερα συλλογικά
όργανα (οικογένεια, σχολείο, κοινότητα) εμφανίζουν έντονα τα πρώτα στοιχεία
αυταρχισμού στις σχέσεις των μελών τους».
Η αυταρχική πολιτική κουλτούρα σε συνδυασμό με τη μη ύπαρξη κοινωνίας
πολιτών αλλά και την αρνητική απήχηση που έχει η έννοια του συμβιβασμού,
ιδιαίτερα στα κατώτερα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα, οδήγησε τους εν ενεργεία
αλλά και εν δυνάμει πολιτικούς παράγοντες, να αντιλαμβάνονται τη σχέση τους με
τους «άλλους» ως ένα παιχνίδι με μηδενικό αποτέλεσμα (zero-sum game). Επακόλουθο αυτής της αντίληψης ήταν να
θεωρούν ως μοναδικό σκοπό της θέσεως και ύπαρξής τους την κατάληψη της εξουσίας
και την απόλυτη υπακοή των «άλλων» στο πρόσωπό τους. Κατά συνέπεια, τα μέλη και οι διαχειριστές
των ΜΜΕ εκλαμβάνονταν ως φίλοι μόνο αν υποστήριζαν τις θέσεις των και ως εχθροί
αν ασκούσαν κριτική σε αυτές. Η έννοια
της «ανεξάρτητης» φωνής στο χώρο των ΜΜΕ ήταν υπαρκτή μόνο στο χώρο της
φαντασίας. Αντίθετα, τέτοιοι
προσδιορισμοί υπέκρυπταν τις μεθοδικές προσπάθειες διαφόρων «σκοτεινών»
δυνάμεων, εγχώριων ή και εκτός συνόρων, που είχαν σαν στόχο την πολιτική τους
εξόντωση.
Το
τρίτο χαρακτηριστικό, είναι η παραδοσιακά αρνητική αντίληψη κοινού και
πολιτικών παραγόντων για το επάγγελμα του δημοσιογράφου. Αν και δεν είναι μικρός ο αριθμός ευρύτερα
αλλά και λιγότερα γνωστών δημοσιογράφων που πλήρωσαν με την ίδια τους τη ζωή
την προσπάθεια για ανακάλυψη και παρουσίαση της αλήθειας σε ποικίλα πολιτικά
θέματα, ωστόσο δεν έχει αποτρέψει τις λαϊκές μάζες να συντηρούν την παράδοση
που θεωρεί το δημοσιογράφο συνεργάτη των υπηρεσιών ασφάλειας και της αστυνομίας. Αυτή η παράδοση επιτρέπει τη διαιώνιση του
σκεπτικού περί συνωμοσίας γύρω από την οποιαδήποτε προσπάθεια πληροφόρησης του
κοινού και προσθέτει εμπόδια στη δημιουργία και λειτουργία δυτικού τύπου ΜΜΕ.
Επίλογος
Σε μια αποστροφή του λόγου του, το 1979, ο
Ουμπέρτο Έκο τόνισε ότι το δημοκρατικό καθεστώς του ανεπτυγμένου κόσμου έχει
πολλές πιθανότητες επιβίωσης μόνο όταν θα καταφέρει «να μετατρέψει την εικόνα
σε παράγοντα ενεργοποίησης της κριτικής ικανότητας των πολιτών, και όχι όταν
την εκλαμβάνει ως πρόσκληση για ύπνωση».
Ένα από τα βασικότερα προβλήματα στο εσωτερικό της Τουρκίας είναι ότι τα
ΜΜΕ δεν μπόρεσαν ποτέ να ξεφύγουν από το σφιχτό εναγκαλιασμό της άρχουσας
στρατο-γραφειοκρατικής τάξης, είτε λόγω δικών τους εγγενών αδυναμιών είτε διότι
οι τελευταίοι δεν άντεχαν να απολέσουν έναν από τους βασικότερους παράγοντες
διάδοσης και αποδοχής των ιδεολογικών τους αντιλήψεων και στόχων στις
μάζες. Το γεγονός ότι κυβερνήσεις και
πρωθυπουργοί που με τη συνδρομή της λαϊκής ψήφου έφθασαν να καταλάβουν την
ηγεσία του κράτους, συντηρούν και ενισχύουν το υπάρχων καθεστώς μέσω της
εκούσιας ή ακούσιας αναπαραγωγής των αυταρχικών και μιλιταριστικών δομών
εξουσίας και κουλτούρας σε οικογένεια, εργασία και πολιτεία, δεν αφήνει πολλά
περιθώρια για εκδημοκρατισμό της γείτονας χώρας και κατά συνέπεια για βελτίωση
των σχέσεων της με τις όμορες χώρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου