PD, Dr.Προϊστορικής αρχαιολογίας
Αυστριακή Ακαδημία Επιστημών,
Ινστιτούτο για την Αρχαιολογία της Εγγύς Ανατολής και της Ευρώπης (ΟREA)
Γύρω στo 1200 π.Χ. η πρώτη κοινωνία με κρατική οργάνωση στην ευρωπαϊκή ήπειρο (μετά
τη μινωική στην Κρήτη) κατέρρευσε μέσα στις φωτιές που έκαψαν τα μυκηναϊκά
ανάκτορα. Το γεγονός αυτό είναι γνωστό εδώ και πολλά χρόνια από τις μεγάλες
ανασκαφές των ανακτόρων στις Μυκήνες και στην Τίρυνθα της Αργολίδας, στη Θήβα
της Βοιωτίας και στην Πύλο της Μεσσηνίας. Οι αρχαιολόγοι δεν έχουν, όμως,
καταλήξει στις αιτίες για την οριστική καταστροφή του ανακτορικού
πολιτικού-οικονομικού συστήματος. Οι υποθέσεις ξεκινούν από οικολογικές
καταστροφές (ανομβρίες λόγω κλιματικής κρίσης) και φτάνουν σε επιθέσεις
εξωτερικών εχθρών (όπως οι αινιγματικοί Λαοί της Θάλασσας, γνωστοί από τις
αιγυπτιακές πηγές του 13ου και του 12ου αιώνα), διακοπή
διεθνών δικτύων ανταλλαγής (σημαντικά για την προμήθεια με χαλκό από την Κύπρο
και κασσίτερο πιθανόν από την κεντρική Ασία μέσω της Συρίας), σε εξεγέρσεις και
εμφύλιους πολέμους. Μια ακόμη θεωρία μιλάει για ένα κύμα σεισμών που έπληξε όλη
την Ελλάδα και κατέστρεψε τα ανάκτορα.
Για να αποφασίσουμε ανάμεσα στις υποθέσεις αυτές, πρέπει να βασιστούμε,
κυρίως, στις πληροφορίες που αντλούμε από αρχαιολογικές ανασκαφές. Τα κείμενα
της μυκηναϊκής διοίκησης δε μαρτυρούν δυστυχώς στοιχεία σχετικά με τις
πολιτικές εξελίξεις. Αυτά περιέχουν αποκλειστικά καταλόγους με σημειώσεις
διοικητικών πράξεων. Ακόμα και τα σύντομα κείμενα, για παράδειγμα της Πύλου ή
της Θήβας, μας παρέχουν κάποιες πληροφορίες για την αποκατάσταση μιας
αντικειμενικής εικόνας της οικονομικής βάσης του μυκηναϊκού ανακτορικού κράτους
και της δομής της διοίκησής του.
Αν επιστρέψουμε στις σημερινές μας αρχαιολογικές γνώσεις, μπορούμε να
αποκλείσουμε ή τουλάχιστον να θεωρήσουμε λιγότερο πειστικές ορισμένες από τις
παραπάνω υποθέσεις σχετικά με την πτώση του μυκηναϊκού κράτους. Οι κλιματολόγοι
δεν βρήκαν βάσιμα στοιχεία για επιδείνωση του κλίματος στο τέλος του 13ου
αιώνα π. Χ., η οποία θα μπορούσε να είχε προκαλέσει λιμό στην ανατολική
Μεσόγειο. Νεότερες ανασκαφές έφεραν στο φως εξωτικά αντικείμενα εισηγμένα από
την Εγγύς Ανατολή σε περισσότερα από ένα ανακτορικά κέντρα. Επίσης, υπάρχουν
αποτελέσματα χημικών και ισοτοπικών αναλύσεων χάλκινων αντικειμένων (όπλων και
εργαλείων) από την τελική φάση του μυκηναϊκού κράτους που συνιστούν, ότι ο
κυπριακός χαλκός εισαγόταν ακόμα στην Ελλάδα και ότι δεν διακόπηκε ούτε η
εισαγωγή κασσίτερου.
Σύγχρονες μελέτες σεισμολόγων επικεντρωμένες σε αρχαιολογικά δεδομένα του
12ου αιώνα π.Χ. από την Τίρυνθα έδειξαν, ότι αυτό που πολλοί
αρχαιολόγοι ερμηνεύουν ως αποτέλεσμα σεισμού (π.χ. πεσμένα στο δάπεδο
αντικείμενα ή τοίχοι με σιγμοειδή κάτοψη) δεν οφείλονται υποχρεωτικά σε σεισμό.
Σημασία έχει και η διαπίστωση, ότι τα γνωστά ανάκτορα του όψιμου 13ου
αιώνα έχουν όλα καεί – συχνά σε δυνατή φωτιά.
Η περίπτωση της Τίρυνθας είναι πολύ διδακτική, όσον αφορά την έκταση της
πυρκαγιάς. Ο Schliemann είχε
παρατηρήσει, ότι σχεδόν όλα τα δωμάτια και οι αίθουσες του ανακτόρου στην Άνω
Ακρόπολη περιείχαν στρώματα καμένων πλίνθων και ότι σε ορισμένες περιπτώσεις
ολόκληροι τοίχοι είχαν ψηθεί σε έντονη φωτιά. Ξέρουμε όμως, ότι οι μυκηναίοι,
όπως και οι Αιγύπτιοι, έκτιζαν με άψητες πλίνθους, όπως άλλωστε παρατήρησαν σε
νεώτερες έρευνές τους οι Γερμανοί ανασκαφείς της Τίρυνθας στην Κάτω Ακρόπολη.
Δυτικά, έξω από την Άνω Ακρόπολη, Έλληνες αρχαιολόγοι αποκάλυψαν καμένα μπάζα
πεταγμένα από τα ανάκτορα και ανάμεσα τους δύο σκελετούς – κατά πάσα πιθανότητα
θύματα της καταστροφής. Τί όμως προκάλεσε τη φοβερή φωτιά στο πάνω μέρος του
λόφου της Τίρυνθας; Μήπως ήταν απλώς το λάδι που χύθηκε τυχαία σε μια αποθήκη
και πήρε φωτιά από μια δάδα που έπεσε όταν έγινε ένας σεισμός ;
Ορισμένα δωμάτια περιείχαν εύφλεκτα υλικά – όπως ελαιόλαδο αποθηκευμένο σε
πιθάρια –, αλλά πολλά από τα έντονα καμένα τμήματα των ανακτόρων δεν είχαν
κάποια χρήση που σχετιζόταν με αποθήκευση μεγάλων ποσοτήτων τέτοιων υλικών.
Γενικά, η μυκηναϊκή αρχιτεκτονική με κτήρια κατασκευασμένα με λίθινους και
πλίνθινους τοίχους δεν ευνοεί μια καταστροφή από πυρκαγιά. Ένας Άγγλος
αρχαιολόγος και πρώην στρατιωτικός του αποικιακού στρατεύματος στο Αφγανιστάν
έγραψε, ότι κατά την προσπάθεια καταστολής μιας τοπικής εξέγερσης τo 1919/20 έπρεπε
πρώτα να συγκεντρώσουν ξηρούς θάμνους κοντά στους τοίχους και να τινάξουν στον
αέρα τα κεντρικά ξύλινα στηρίγματα των ταβανιών για να πυρπολήσουν τα μισοκατεστραμμένα πλινθόκτιστα σπίτια των χωριών.
Επομένως, είναι πολύ πιθανόν, ότι οι αιτίες των πυρκαγιών που κατέστρεψαν
τα μυκηναϊκά ανάκτορα ήταν ανθρωπογενείς. Αν δεχτούμε την παραπάνω υπόθεση,
τότε πρέπει να επιλέξουμε μεταξύ των παρακάτω πιθανοτήτων: έναν πόλεμο με
επίθεση εξωτερικών εχθρών, έναν εμφύλιο πόλεμο ή ίσως μια εξέγερση εξαιτίας των
εσωτερικών αντιφάσεων της μυκηναϊκής κοινωνίας;
Η Τίρυνθα μπορεί να μας δώσει κάποιες ενδείξεις. Ο οικισμός στην Κάτω
Ακρόπολη διαφέρει αρκετά από το ανακτορικό συγκρότημα στην Άνω Ακρόπολη.
Ορισμένα σπίτια έχουν μια καλή ποιότητα κατασκευής, άλλα είναι πιο απλά. Σε
διάφορους χώρους υπήρχαν εργαστήρια (π.χ. για την κατασκευή μεταλλικών
αντικειμένων). Όμως, τοιχογραφίες ή αυλές με κίονες, όπως στην Άνω Ακρόπολη,
δεν υπήρχαν. Οι διαφορές ανάμεσα στους κατοίκους των δύο επιπέδων του
περιτειχισμένου λόφου ήταν λοιπόν ταξικές. Ομάδες ταφών χωρίς κανένα κτέρισμα –απλοί
λάκκοι ανοιγμένοι στην περιοχή του οικισμού της Κάτω Ακρόπολης– κατά πάσα
πιθανότητα μαρτυρούν την παρουσία της πιο φτωχής κοινωνικής τάξης, των δούλων.
Τα μέλη των τάξεων που είχαν ένα μεγαλύτερο μερίδιο στην παραγωγή θάβονταν σε
θαλαμωτούς τάφους έξω από τον οικισμό, ενώ εκείνοι για τους οποίους χτίστηκαν
οι επιβλητικοί θολωτοί τάφοι, πιθανόν ήλεγχαν και τα μέσα της παραγωγής.
Η οικονομία της μυκηναϊκής κοινωνίας ήταν αυτό που ο Μαρξ είχε χαρακτηρίσει
ως ασιατικό τρόπο παραγωγής – με έναν δεσποτικό άρχοντα, ο οποίος συμβολίζει
την κοινωνία και υλοποιεί την κοινή ιδιοκτησία της γης. Η κοινωνία εργάζεται,
ένα μερίδιο του προϊόντος που παράγει παραδίδεται στη εξουσία, η οποία ασκεί
έλεγχο και διανέμει μέρος του προϊόντος ως αμοιβή για συγκεκριμένες εργασίες
(π.χ. στη βιοτεχνία ή σε μεγάλα έργα, όπως η κατασκευή τειχών, δρόμων και
φραγμάτων). Τα μυκηναϊκά ανάκτορα συγκέντρωναν φόρους και ανέθεταν σε ομάδες
ανθρώπων να κάνουν συγκεκριμένες εργασίες για το ανάκτορο. Παράλληλα ήλεγχαν
μεγάλα κοπάδια ζώων (η Κνωσός διέθετε τον 14ο αι. π.Χ. 100.000
πρόβατα) και την παραγωγή διάφορων προϊόντων (υφάσματα, κρασί, αρωματισμένο
λάδι κλπ.). Στους εργάτες διανέμονταν συγκεκριμένες ποσότητες τροφής από τη
διοίκηση (σιτάρι).
Η ανακτορική διοίκηση ήταν ένα περίπλοκο σύστημα με διαφορετικές βαθμίδες
και αρμοδιότητες υπαλλήλων. Οι περισσότεροι τίτλοι των κρατικών υπαλλήλων /
αξιωματούχων εξαφανίστηκαν μαζί με τη διοίκηση και το ανακτορικό σύστημα το
1200 π.Χ., διότι οι ενασχολήσεις τους δεν είχαν κανέναν απολύτως ρόλο στην
υστερότερη κοινωνία της τελευταίας φάσης του μυκηναϊκού κόσμου, που διήρκεσε
έως το 1050 περίπου.
Ενδιαφέρον προκαλεί, όμως, μία εξαίρεση: ο τίτλος qa-si-re-u (θα προσφερόταν ίσως
γκβασιλέους) επέζησε όχι μόνο ως τα έπη του Ομήρου στον 8ο/7ο
αιώνα π. Χ., αλλά μέχρι ως σήμερα στην μορφή βασιλεύς – βασιλιάς.
Στα χρόνια των μυκηναϊκών ανακτόρων ένας qa-si-re-u δεν ήταν όμως βασιλιάς. Ο
βασιλιάς λεγόταν wa-na-ka (βάναξ), ενώ ο qa-si-re-u είχε έναν περίπου ενδιάμεσο ρόλο
στο κοινωνικό-οικονομικό σύστημα. Οι qa-si-re-we ήλεγχαν για τον wa-na-ka ορισμένες διαδικασίες της βιομηχανικής παραγωγής (π.χ. στην μεταλλοτεχνία)
και με διαταγή της κεντρικής διοίκησης έπρεπε να συντάξουν ομάδες εργασίας για
διαφορετικές εργασίες. Κατά τα άλλα, όμως, έπαιζαν έναν κύριο ρόλο στις τοπικές
κοινωνίες.
Μήπως το γεγονός, ότι οι qa-si-re-we δεν ήταν μόνο ανακτορικοί αξιωματούχοι, αλλά και οργανωμένοι σε τοπικό
επίπεδο, ενώ ταυτόχρονα είχαν και κάποιον έλεγχο σε σημαντικούς τομείς βιοτεχνίας,
δεν είναι άσχετο με την ιστορική εξέλιξη που επέτρεψε στον τίτλο τους να
επιζήσει και να αλλάξει σημασία για να επικρατήσει ως ονομασία του ανώτερου
άρχοντα στα αρχαϊκά χρόνια;
Ένα σύστημα που βασιζόταν στην οργανωμένη εκμετάλλευση του πληθυσμού, η οποία
είχε ως αποτέλεσμα τη συσσώρευση πολύτιμων μετάλλων και εισηγμένων από μακρινές
χώρες προϊόντων από τη μία, όπως εκείνα που βρέθηκαν στο ανάκτορο των Θηβών,
και την απόλυτη φτώχεια εκείνων που θάφτηκαν μέσα στον οικισμό από την άλλη,
σίγουρα χαρακτηριζόταν από έντονες ταξικές διαφορές.
Αντίθετα, η οικονομική μονάδα του 8ου αιώνα, στα χρόνια του
Ομήρου, ήταν ο «οίκος», η παραγωγική μονάδα του ιδιοκτήτη ενός αγροτικού
κτήματος, ο οποίος ζούσε σε μια πόλη. Στην κοινωνική οργάνωση με τους qa-si-re-we και τους αγρότες των χωριών, που
πλήρωναν φόρους και καλούνταν καταναγκαστικά από την διοίκηση του wa-na-ka για να δουλέψουν, μπορούμε να αναγνωρίσουμε την εμβρυακή μορφή της
μελλοντικής αρχαϊκής κοινωνίας. Η εξέλιξη της παραγωγής τους πρέπει να τους
έφερνε σε όλο και μεγαλύτερη αντίθεση με το ανακτορικό σύστημα. Χειροπιαστά το
βλέπουμε στα επιβλητικά οχυρωματικά έργα των μυκηναϊκών ακροπόλεων, τα
μεγαλύτερα τμήματα των οποίων χτίστηκαν από τις διοικητικά οργανωμένες ομάδες
εργασίας, λίγες μόλις δεκαετίες πριν από την πτώση του κράτους.
Όπως έδειξε όμως ο Μαρξ, η τάξη καθ’ εαυτή δεν είναι αυτόματα η τάξη δι’
εαυτήν. Η τάξη πρέπει να αποκτήσει ταξική συνείδηση μέσα από την παραγωγή στους
χώρους εργασίας. Αναλύοντας την ιστορία της ρωσικής, όπως και άλλων προηγούμενων
ευρωπαϊκών επαναστάσεων, ο Λεβ Νταβίτοβιτς Τρότσκι –ο ίδιος κεντρική μορφή στην
οργάνωση δύο επαναστάσεων– παρατήρησε την ύπαρξη ενός αρχικού σταδίου της
επανάστασης. Αυτή είναι η περίοδος της λεγόμενης διπλής εξουσίας, κατά τη
διάρκεια της οποίας η ανερχόμενη μορφή κυβέρνησης συνυπάρχει με ασυμβίβαστο
τρόπο με την ξεπερασμένη μορφή, ώσπου η μία τάξη να υπερισχύσει εις βάρος της
άλλης.
Θεωρητικά, οι συλλογικότητες στο επίπεδο των χωριών, σαν τις γερουσίες με
τους qa-si-re-we στην κεφαλή τους, θα μπορούσαν να είχαν παίξει έναν τέτοιο ανταγωνιστικό
ρόλο εναντίον του ανακτορικού κράτους. Μπορεί να υπήρχαν χώροι επικοινωνίας,
διαμόρφωσης της συνείδησης και νέας πολιτικής οργάνωσης, μέχρι που η όξυνση της
κρίσης έσπρωξε όλο και περισσότερες τάξεις –ίσως και τους δούλους– σε μία
τελική αναμέτρηση με τον wa-na-ka και τους διοικητές του, την
άρχουσα τάξη των μυκηναίων. Τότε, οι συλλογικότητες αυτές μπόρεσαν να
αποκτήσουν πρωταγωνιστικό ρόλο ως βουλές της ανερχόμενης τάξης, ως πολιτικοί
μοχλοί για την ανατρεπτική πάλη της. Αν ποτέ έγινε μια επανάσταση στο τέλος της
Ύστερης Εποχής του Χαλκού, τότε είναι πολύ πιθανόν, ότι συνοδεύτηκε και από όλα
εκείνα τα δεινά φαινόμενα του εμφύλιου πολέμου και της σύγκρουσης με
αντεπαναστατικές γειτονικές κοινωνίες ή κράτη. Και ας μη ξεχνάμε, ότι κάποιων
μεγάλων επαναστάσεων προηγούνταν μακρόχρονοι καταστροφικοί πόλεμοι όπως στη
Ρωσία το 1917 ή στη Γερμανία και στην Αυστρο-Ουγγαρία το 1918.
Αν είναι σωστή η πρόταση ιστορικής αναπαράστασης που προτείνω, τα ογκώδη
και ψηλά τείχη των ακροπόλεων δεν μπόρεσαν τελικά να αποτρέψουν τη νίκη εκείνων
που έστρωσαν το δρόμο για την πολύ μεταγενέστερη δημιουργία της ελληνικής πόλης
και δημοκρατίας. Πιστεύω, ότι αξίζει να κάνει κάποιος μια νέα διαλεκτική
προσπάθεια αρχαιολογικής ερμηνείας του τέλους του μυκηναϊκού κράτους και να
θυμηθούμε, ότι το δίκιο είναι με τους εκμεταλλευόμενους και το μέλλον άγραφο.
Βιβλιογραφία :
P. Carlier, La royauté en Grèce avant Alexandre. Études
et travaux publiés par le groupe de recherche d’histoire romaine de l’Université
des Sciences Humaines de Strasbourg 6 (Strasbourg 1984).
U.
Damm-Meinhardt, Baubefunde und Stratigraphie der Unterburg und des
nordwestlichen Stadtgebiets (Kampagnen
1976 bis 1983). Die mykenische Palastzeit (SH IIIB2) und beginnende Nachpalastzeit
(Beginn SH IIIC). Tiryns XVII 1 (Wiesbaden 2015).
R.
Jung, «Friede den Hütten, Krieg den Palästen!“ – In the Bronze Age
Mediterranean. Σε: H. Meller, H.-P. Hahn, R. Jung, R. Risch (εκδ.), Arm und Reich – Zur
Ressourcenverteilung in prähistorischen Gesellschaften. 8. Mitteldeutscher
Archäologentag vom 22. bis 24. Oktober 2015 in Halle (Saale). Tagungen des
Landesmuseums für Vorgeschichte Halle 13 (υπό εκτύπωση).
J. Killen, The Linear B Tablets and the Mycenaean
Economy. Σε: A. Morpurgo Davies (εκδ.), Linear B:
A 1984 Survey. Bibliothèque des Cahiers de l’Institut de Linguistique de
Louvain 26 (Louvain-la-Neuve 1985) 241–305.
K.
Marx, Grundrisse der Kritik der politischen Ökonomie (Rohentwurf) 1857–1858
(Berlin 1953).
Λ. Τρότσκι, Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης. Τόμος Α΄: Η Φεβρουαριανή
Επανάσταση (Αθήνα 2006).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου