Στάθης Κουτρουβίδης
Ιστορικός, απόφοιτος του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και κάτοχος μεταπτυχιακού του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών στη Σύγχρονη Ευρωπαϊκή και Ελληνική Ιστορία του ίδιου Πανεπιστημίου. Είναι διδάκτορας του Πανεπιστημίου Κρήτης και Επιστημονικός συνεργάτης στη Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων.
O τίτλος της διατριβής του είναι: "Κοινωνική κυριαρχία και έγγειες σχέσεις στο νομό Αχαϊοηλίδος τον 19ο αιώνα: οικονομικές και πολιτιστικές διαστάσεις".
Η μορφή
ανάπτυξης που κυριάρχησε στην περίπτωση του Νομού Αχαϊοήλιδος και ευρύτερα στις
περιοχές της Βορειοδυτικής Πελοποννήσου έως και τη σταφιδική κρίση στα τέλη του
19ου αιώνα, συνδέθηκε άμεσα με την απότομη επέκταση της σταφιδικής
παραγωγής. Η επέκταση της σταφιδικής καλλιέργειας στην περιοχή συνοδεύτηκε από
τη συνεχή όσο και σταθερή μετακίνηση πληθυσμών από τα ορεινά και τα ημιορεινά
προς πεδινότερες και παράλιες περιοχές στην αρχή και στη συνέχεια με τη μόνιμη
μετεγκατάστασή τους σε νέες περιοχές. Η δημογραφική αυτή εξέλιξη όπως θα δούμε
πιο αναλυτικά, δεν ήταν σταθερή και συνεχής, αλλά χαρακτηριζόταν από αδράνειες
και διαφοροποιήσεις.
Ας παρατηρήσουμε ορισμένα στοιχεία που αφορούν τους δήμους της επαρχίας Πατρών που επιβεβαιώνουν τις
παραπάνω σκέψεις. Στα 1835, έτος κατά το οποίο είχαμε
τη θέσπιση του πρώτου βασικού Νόμου για τη διανομή της εθνικής γης,- «Νόμος
περί Προικοδότησης»-ο δήμος Πατρών συγκαταλεγόταν με βάση τον πληθυσμό του στη Β’ τάξη κατάταξης, δηλαδή ανήκε στις πόλεις που διέθεταν πληθυσμό μέχρι 10.000 κατοίκους, αφού υπολογιζόταν ότι ο πληθυσμός του δήμου ανέρχεται περίπου σε 5.469 κατοίκους. Το 1870 ο πληθυσμός είχε ανέλθει στις 26.000 χιλιάδες κατοίκους. Το ετήσιο σωρευτικό ποσοστό αύξησης του δήμου προσέγγιζε το 2%, ενώ ακολουθούσε ο δήμος Δύμης με 1,7% και ο παραλιακός δήμος Ερινεού με 1,6% αντίστοιχα. Ο ημιορεινός και πιο απομακρυσμένος από τα παράλια δήμος Φαρών, με έδρα την Χαλανδρίτσα παρουσίαζε μικρότερη ετήσια αύξηση, ύψους 0,8%, ενώ και οι πιο ορεινός δήμος Τριταίας μικρότερο ποσοστό. Αν εξαιρέσουμε επίσης την επαρχία Ήλιδος, στην οποία παρατηρείται - και ιδιαίτερα μετά το 1879 -, μια απότομη αύξηση του πληθυσμού, οι υπόλοιπες επαρχίες του νομού
Αχαϊοήλιδος χαρακτηρίζονταν από σχετική στασιμότητα με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την επαρχία Καλαβρύτων. Η πόλη των Καλαβρύτων επειδή αποτελούσε τη θερινή κατοικία πολλών νομαδικών πληθυσμιακών ομάδων, δεν παρουσίαζε καμία μορφή δημογραφικής σταθερότητας,
αλλά συνεχών αυξομειώσεων. Η συνεχής μετακίνηση πληθυσμιακών πλεονασμάτων με όλο και εντονότερους ρυθμούς φαίνεται
ότι προκλήθηκε από την προσφορά γης που υπήρχε στα πεδινά και παράλια εδάφη του
Νομού. Η δημογραφική αυτή έκρηξη που ήδη περιγράψαμε, σημειώνεται
αυξητικά τις δεκαετίες του 1860-1870,
με μετακινήσεις πληθυσμών από τους ορεινούς όγκους προς τις περιοχές των δήμων που βρίσκονταν πλησίον της πόλης και της παραλιακής ζώνης.[1] Ειδικότερα η απότομη δημογραφική αύξηση στην επαρχία και ειδικά στους παραλιακούς δήμους Πατρών, Δύμης, και Ερινεού μετά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, πρέπει να συνδυαστεί με την τρίτη φάση εκχερσώσεων και εκτεταμένης καλλιέργειας της κορινθιακής σταφίδας, που ακολούθησε την αγροτική μεταρρύθμιση του 1871. Η κάλυψη της νοτιοδυτικής πλευράς της επαρχίας με σταφίδα, βασίστηκε στο συγκυριακό άνοιγμα της γαλλικής αγοράς, η οποία είχε ανάγκη λόγω της φυλλοξήρας που έπληξε τις γαλλικές φυτείες την κάλυψη των αναγκών της με φτηνό σταφιδικό προϊόν.
Ἐτσι η επέκταση των σταφιδικών καλλιεργειών συνέβη σε τρεις διαφορετικές περιόδους. Παρατηρώντας τα στοιχεία καταλήγουμε στο εξής συμπέρασμα: ότι η πρώτη χρονικά επέκταση των σταφιδικών καλλιεργειών σημειώθηκε απότομα· σε διάστημα μόλις δέκα χρόνων (1833-1843), αφού αυξήθηκε από τα 4.000 στρέμματα σε 21.000 στρέμματα το 1843. Σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη αυτή, διαδραμάτισαν οι νόμοι που αφορούσαν τις εκποιήσεις των εθνικών γαιών και ιδιαίτερα ο νόμος της προικοδότησης. Παρά το
γεγονός ότι ο νόμος δεν είχε εφαρμογή στο σύνολο της χώρας, στο Νομό
Αχαϊοήλιδος τέθηκε σε ισχύ. Η εκποιούμενη έκταση, μέσω της παραχώρησης, στην επαρχία της Πάτρας άγγιξε συνολικά τα 19.612 στρέμματα, συνολικής αξίας
1.877.323 δρχ. [2]
Η επιλογή της πολιτείας να εκποιήσει μέρος της εθνικής γης μέσα από τη διαδικασία του πλειστηριασμού και όχι της εκτίμησης όπως συνέβη αργότερα με τους νόμους Κουμουνδούρου το 1871, δεν επέτρεψε σε όσους διέθεταν λιγοστά κεφάλαια να τα επενδύσουν ώστε να αγοράσουν γη σε χαμηλή τιμή, παρά την εξισωτική λογική της ενίσχυσης όλων των συμμετεχόντων με ένα γραμμάτιο ύψους 2.000 δρχ. Σε αυτό δρούσε επίσης ανασταλτικά το γεγονός ότι η τιμή της πώλησης προσδιοριζόταν από το επίπεδο της ζήτησης και άρα τη συμμετοχή των υποψηφίων αγοραστών στη διαδικασία του πλειστηριασμού. Υπήρχε ωστόσο και ένα επιπλέον αποτρεπτικό στοιχείο, η εκχρηματισμένη αποπληρωμή των τόκων και του αναλογούντος φόρου, ποσό που άγγιζε συνολικά το 9% επί της αξίας της γης, το οποίο ισοδυναμούσε με την κατάργηση της δεκάτης.[3]
Η δεύτερη φάση επέκτασης της σταφιδικής καλλιέργειας εντοπίζεται στα μέσα του αιώνα, όταν η καλλιεργημένη με σταφίδα έκταση, προσέγγισε το 38,30% της συνολικής γης της επαρχίας. Σε αυτήν την έκταση, αν προσθέσουμε και το ποσοστό καλλιέργειας άλλων ειδών αμπελιού, τότε προσεγγίζουμε το συντριπτικό, από κάθε πλευρά, 70% επί της συνολικής έκτασης. Από το 1861 βέβαια, το ποσοστό καλλιέργειας της σταφίδας στο συνολικό ποσοστό επί της καλλιεργούμενης γης της χώρας πλησίαζε το 43,12%. Είναι η περίοδος κατά την οποία εμφανίζονται οι πρώτες φωνές αντίθεσης και διατυπώνονται οι πρώτες δειλές επιφυλάξεις σχετικά με την ανάγκη περιορισμού της επέκτασης των σταφιδικών καλλιεργειών· «Όλη η παραλία της Κορινθίας, της Αιγιαλείας και της Αχαΐας, και μέρη αρκετά των εκτεταμένων επίσης παραλίων της Ηλείας, της Ολυμπίας και της Τριφυλλίας είναι κατάφυτα μέχρι μεγάλης από της θαλάσσης αποστάσεως. Η ζήτησις της σταφιδοκάρπου, καταναλισκομένου εις την Αγγλίαν, παρεκίνησεν όλους τους εις την γεωργίαν νεήλυδας να επιδοθώσι μετά ζέσεως απαραδειγματίστου εις το είδος τούτο των καλλιεργειών. Θεωρήσαντες δε ότι η εξόδευσις του προϊόντος είναι βεβαία, και μη λαβόντες υπ’ όψιν ότι αι τιμαί δύνανται να έχωσιν αυξομειώσεις, αναλόγους εις το μέγεθος της παραγωγής, ηγόρασαν τας γαίας εις δεκαπλασίους τιμάς», επισημαίνει ο Ν. Εμμανουήλ στην Εφημερίδα της Ελληνικής Γεωργίας. [4]
Η τρίτη μεγάλη αύξηση της σταφιδοκαλλιέργειας παρατηρήθηκε στο πλαίσιο διανομής της εθνικής γης μετά το 1871, και συνέβη εξαιτίας της ασθένειας της φυλλοξήρας, η οποία έπληξε την ίδια περίοδο τους γαλλικούς σταφιδαμπελώνες και η οποία διήρκεσε περίπου 10 χρόνια. Τα εδάφη που εκποιήθηκαν και καλύφθηκαν με σταφίδα αφορούσαν κυρίως τις περιοχές του δήμου Δύμης. «Ο νομός Αχαΐας, καθό ορεινός τα πλείστα, έχει ολίγας και ουχί μεγάλας πεδιάδας. Μεγίστη πασών είναι η της Μανωλάδος, (το Αχαϊκόν αυτής τμήμα) ανήκουσα εις τον δήμον Δύμης της επ. Πατρών μήκους 15 περίπου χλμ. και ίσου πλάτους, χωριζομένη από του Ηλειακού τμήματος δια του ποταμού Λαρισσού», σημείωνε ο γεωγράφος, ιατρός και βουλευτής Χρίστος Κορύλλος, στα 1903.[5] Η γαλλική αγορά αναγκάστηκε να εισαγάγει χαμηλής ποιότητας κορινθιακή σταφίδα σε μεγάλες ποσότητες, με σκοπό να χρησιμοποιηθούν στην παραγωγή γαλλικών κρασιών.
Οι Δήμοι Πατρών και Δύμης και η
ιδιαιτερότητά τους
Στην
περιοχή πάντως της βορειοδυτικής Πελοποννήσου, και ειδικά στους δήμους Πατρών
και Δύμης οι ρυθμοί αστικοποίησης που χαρακτήρισαν την πορεία της οικονομίας,
υπήρξαν ιδιαίτερα έντονοι. Ο διαφορετικός σε σχέση με άλλες περιοχές τύπος
ανάπτυξης που επικράτησε στις οικονομικές σχέσεις των κατοίκων της ευρύτερης
περιοχής (σταφιδοπαραγωγή, εμπορευματική καλλιέργεια, ταχεία κεφαλαιοποίηση,
υψηλός δανεισμός, σημαντικός ρόλος στην ανάπτυξη της οικονομίας της περιοχής
του υποκαταστήματος της Ε.T.Ε.), βασίστηκε στη σχέση των αστικών και ημιαστικών
κέντρων με την ύπαιθρο και ειδικότερα, με την αγροτική ενδοχώρα. Η εξήγηση που μπορεί να αποδοθεί σε αυτό το φαινόμενο, σχετίζεται με την κάλυψη της αδιάθετης γης από τους πληθυσμούς των νεοεγκατεστημένων εποίκων μέσα
από τους Οθωνικούς Νόμους που αφορούν τη διανομή της Εθνικής γης και των νόμων
Κουμουνδούρου ΥΛΑ’ και ΤΠΣΤ’ περί διάθεσης της εθνικής γης και των φυτειών που
θεσπίστηκαν το 1871.
Η
οικονομική μεγέθυνση που σημειώθηκε σε ολόκληρη την περιοχή, πέρα από την
εμπορευματοποίηση της παραγωγής στην οποία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό, βασίστηκε
και στην επενδυτική πρακτική που ακολούθησαν πολλά από τα πρόσωπα του κυρίαρχου
κοινωνικού σώματος της περιοχής. Είναι επίσης μια περίοδος, κατά την οποία
εμφανίζεται κυρίως στα αστικά κέντρα μια νέα, αστικού χαρακτήρα ομάδα, η οποία
συγκροτήθηκε από επαγγελματίες, των λεγόμενων νέων αστικών επαγγελμάτων. Αυτοί
θα λέγαμε πώς αποτέλεσαν ένα νέο άκρως δυναμικό κοινωνικό μέγεθος, αυτό που
προσδιορίζουμε «μεσαία κοινωνικά στρώματα». Η παρουσία αυτών των προσώπων
αφορούσε το μέγεθος και το ρόλο των κεφαλαιούχων στη λειτουργία της τοπικής
οικονομίας. Το δεύτερο σκέλος αυτής της λειτουργίας αφορούσε τα εργατικά χέρια
που δεν ήταν άπειρα στην περιοχή.
Πριν
όμως ξεκινήσουμε αυτή τη διερεύνηση, δηλαδή το ρόλο που διαδραμάτισαν αυτά τα
πρόσωπα στην οικονομική διαδικασία, καλό είναι να δούμε ποιος είναι ο χώρος στο
οποίο επένδυσαν και που βρέθηκαν οι αδιάθετες εθνικές γαίες. «Πρωτεύουσα του δήμου (ενν. Δύμης) είναι η Κάτω Αχαΐα η οποία κείται εν τω
κέντρω σχεδόν του σχηματιζομένου εκ των περί αυτήν χωρίων του δήμου. Είναι
πρωτεύουσα και έδρα του δημάρχου, του ειρηνοδίκου, του συμβολαιογράφου, του
υποθηκοφύλακος, του αστυνόμου, του πλήρους ελληνικού σχολείου και δύο
δημοτικών, αρρένων τριταξίου και θηλέων διταξίου, του ταχυδρομείου και του
υποταμείου Φαρών».[6]
Ο
παράλιος δήμος Δύμης ήταν πεδινός με μέση υψομετρική κατάσταση και πρωτεύουσα
την Κάτω Αχαΐα, ενώ η οριστική διοικητική διάταξη του δήμου είχε γίνει αρκετά
χρόνια πιο πριν, με το Β.Δ. του 1840, με το οποίο ορισμένα από τα χωριά του
προηγούμενου δήμου Αραξίων ενσωματώθηκαν στον καινούργιο δήμο. Έτσι, τον δήμο
Δύμης στα 1834 συγκροτούσαν 19 οικισμοί, το 1835 23 καταγεγραμμένοι οικισμοί
και στα 1841, 29.[7]
Μετά το 1871, δημιουργήθηκαν και ενσωματώθηκαν στο δήμο επιπλέον 15 νεότεροι
οικισμοί. Η ονοματοδοσία κάθε νεοσυσταθέντος οικισμού ακολουθούσε δύο διαφορετικές
λογικές. είτε λάμβανε το όνομά του από την οικογένεια που εκμεταλλευόταν τη
μεγαλύτερη σε έκταση γη γύρω από τον οικισμό, είτε από το χωριό προέλευσης της
πλειονότητας των νεοεγκατεστημένων κατοίκων. Με αυτό τον τρόπο, οι οικισμοί των
Καραίϊκων, Γερουσέϊκων, Τσουκαλέϊκων, Σαγέϊκων, Σκιαδέϊκων, Βεσκουκέϊκων,
Γκοτσουλέϊκων, Καραμεσηνέϊκων, Νιφορέϊκων, Σαλομαλικέϊκων, Λαμπρέϊκων,
εντάσσονταν στην πρώτη κατηγορία, ενώ των Μποντέϊκων, Στριγγλέϊκων, Σουδενέϊκων,
Αγιοβλασήτικων στην δεύτερη.
Η
μετεγκατάσταση πληθυσμών από τα ορεινά προς τα πεδινά πρέπει να ιδωθεί ως
συνέχεια της διαρκούς μετακίνησης ευρύτερων ημινομαδικών πληθυσμών για τις
ανάγκες της αγροτικής οικονομίας. Συγκεκριμένα, η εντατική καλλιέργεια της
κορινθιακής σταφίδας προϋπέθετε ιδίως κατά την περίοδο συγκομιδής του
σταφιδικού προϊόντος, την αύξηση εργατικών χεριών. Έτσι, η μετακίνηση και στη
συνέχεια η μόνιμη εγκατάσταση, ενός πλεονασματικού πληθυσμού στην περιοχή, όπως
και η πύκνωση του φαινομένου αυτού στο βο μισό του 19ου αιώνα αναπτύσσεται με
βάση τους οικονομικούς όρους στους οποίους εντάσσεται η αγροτική οικονομία της
περιοχής.
Βραχνέϊκα
και Δρεσθενά, δύο αντίθετες πορείες
Στη συνέχεια θα επιμείνουμε σε τρία παραδείγματα. Το
επίκεντρο της επένδυσης επί παραδείγματι του δικηγόρου, κτηματία και εμπόρου Γεώργιου
Σωτηριάδη με καταγωγή το Αίγιο αμέσως μετά την ελληνική επανάσταση ήταν ο
μικρός γεωγραφικός χώρος των Δρεσθενών, σε μια έως τότε εντελώς ακόμα «παρθένα»
από καλλιέργειες, περιοχή. Η οικονομική του τακτική φωτίζεται πλήρως από τον
επικήδειο που εκφώνησε ο επίσης δικηγόρος Α. Τσέλος το 1890 και δημοσιεύεται
στην εφημερίδα Φορολογούμενος.[8] Η
ιδιοκτησία του Γ. Σωτηριάδη όπως επιβεβαίωνε και η εφημερίδα, φαίνεται ότι μέσα
από τις συνεχείς αγορές και μέσα από τις διαδικασίες διανομής της εθνικής γης
ανήλθε τουλάχιστον σε υψηλά για το μέσο όρο επίπεδα, όμως, δεν θα μπορούσε να
καταστεί αποδοτική και άρα επωφελής για τον ίδιο, αν συνέχιζε να παραμένει ακαλλιέργητη.
Οι εκτάσεις που περιήλθαν στην ιδιοκτησία του προέρχονταν από κτήματα που
ανήκαν στον Τούρκο μπέη της περιοχής, Σεκηραχμέταγα, του οποίου η ιδιοκτησία εκτεινόταν
σε ιδιαίτερα μεγάλη έκταση στην περιοχή και περιλάμβανε εκτάσεις που ξεκινούσαν
από τα όρια του δήμου Πατρών και έφταναν έως και τους γύρω οικισμούς των
Βραχναίϊκων.
Η αγορά και η εκμετάλλευση γης αποτέλεσαν τα πρώτα
χρόνια λειτουργίας του ελληνικού κράτους αν όχι πάγια οικονομική τακτική
επένδυσης των ισχυρών κεφαλαιούχων, σίγουρα βασικό μέλημα, κάτι που
αποδεικνύεται μεταξύ άλλων, από την ύπαρξη πλήθους τοπωνυμιών στην γύρω
περιοχή, που μαρτυρούν την παρουσία ισχυρών γόνων οικογενειών πρώην προκρίτων,
όπως των Ρετηνιώτη ή Ρετουνιώτη, Καλλιοντζή, Βλαχοπαπαδόπουλου (σημαντικού
εκπροσώπου της εκκλησίας), Καλαμογδάρτη (συγγενή του Ι. Παπαδιαμαντόπουλου και
ισχυρού πολιτικού παράγοντα της Πάτρας στον 19ο αιώνα), Ρικάκη
(συγγενή εξ αγχιστείας της οικογένειας Παπαδιαμαντοπούλου), Σπανού ή
Σπανόπουλου (άγνωστου σε εμάς προσώπου).
Την αγορά γης εκ μέρους του Σωτηριάδη ακολούθησε η συνεπής
καλλιέργειά τους με τη φροντίδα ειδικών και την ύπαρξη σημαντικού αριθμού
εργατικών χεριών. Για την καλλιέργεια των παραπάνω κτημάτων, ο Σωτηριάδης
ενθάρρυνε - «προσκάλεσε» είναι ο όρος που χρησιμοποιούν οι πηγές για να
περιγράψουν τη διαδικασία - τους κατοίκους του Βραχνίου να δουλέψουν σε αυτόν
ως αγρεργάτες - εμφυτευτές. Στα κτήματά του «γενόμενος κάτοχος απεράτων καλλιεργησίμων εκτάσεων, προσείλκυσε τους
χωρικούς των ορεινών μερών και εχορήγησεν αυτοίς μέσα και συμβουλάς δι’ ων
εγένοντο ιδιοκτήται πολυτίμων σταφιδώνων και ευπρεπών οίκων, αφήρεσεν αυτούς εκ
των στερήσεων του ορεινού βίου και κατέστησεν ούτω αυτούς αρχηγούς
οικογενειακών ευημερουσών και παράγοντας σημαντικούς του εθνικού πλούτου» αναφέρεται
στον επικήδειο του Α. Τσέλου.[9] Με την προτροπή του να κατέλθουν και να
συμμετάσχουν στην παραγωγική διαδικασία δουλεύοντας στα χωράφια του,
μετατράπηκαν σε ιδιοκτήτες γης και μάλιστα σε μικροϊδιοκτήτες που καλλιεργούσαν
το πιο πολύτιμο προϊόν της περιοχής, την κορινθιακή σταφίδα. Η ύπαρξη
ιδιοκτησίας ενός γεωργού στο παραπάνω σχήμα συγκροτούσε ακόμα και σε συμβολικό
επίπεδο τον αρχηγό μιας ευημερούσας οικογένειας και σημαντικό παράγοντα που
συνέβαλε στην αύξηση του πλούτου της εθνικής οικονομίας.
Το εμφυτευτικό σύστημα αποτελούσε το πιο διαδεδομένο
σύστημα καλλιέργειας στην περιοχή. Την ίδια στιγμή στην ίδια περιοχή,
γνωρίζουμε την ύπαρξη άλλου εγγράφου που αναφέρεται στο πρόσωπο άλλου επιφανούς
εμπόρου των Πατρών και για μεγάλο διάστημα, προέδρου του Εμποροδικείου της
πόλης, Ιάκωβου Παξημάδη, ο οποίος φέρεται να προχωρεί στη σύναψη εμφυτευτικού
συμβολαίου το 1837 με κατοίκους από το ορεινό Βραχνί εν αναμονή της παραχώρησής
του στο πρόσωπό του εθνικής γης συνολικής έκτασης 80 στρεμμάτων. Ο Ι. Παξημάδης
φαίνεται μέσα από το έγγραφο αυτό να προχωρεί στη συμφωνία, πριν ακόμα
αποκτήσει την πλήρη και καθαρή ιδιοκτησία της γης, ενώ δεν αποκλείεται το ίδιο
να έκανε και ο Σωτηριάδης με τα δικά του κτήματα. Μάλιστα μάρτυρας στον εν λόγω
συμφωνητικό ήταν και ο Γεώργιος Σωτηριάδης.[10]
Η διαδικασία της εμφύτευσης επέτρεπε στους ιδιοκτήτες
να μειώσουν σημαντικά το κόστος της οικονομικής τους επιβάρυνσης, και παράλληλα
να διαμορφώσουν συνθήκες ελέγχου απέναντι στο εργατικό δυναμικό της περιοχής
που ήταν το σύνολο των εμφυτευτών. Συνήθως, η διαδικασία της εμφύτευσης
επέτρεπε στους συμβαλλόμενους εμφυτευτές να αποκτήσουν μικρά τμήματα γης με
διανομή ύστερα από πέντε περίπου χρόνια φυτέματος και περιποίησης του δηλαδή,
όσο χρόνο, απαιτούνταν για να καρποφορήσει πλήρως η γη.
Ο Τσιλλύρας ιστοριοδίφης της περιοχής μας επιβεβαιώνει
ότι ο Σωτηριάδης κάλεσε τους Βραχναίους που είχαν κατέβει στα Νικολαίϊκα Αιγίου
και αγόρασαν λογγώδεις εκτάσεις εκεί, τις εκχέρσωσαν και έδωσαν στο μέρος την
επονομασία Βραχναίϊκα. Κατά τον Τσιλύρα ο τελευταίος εκτίμησε την εργατικότητα
και τους οδήγησε το 1838 στα σημερινά Βραχναίϊκα Πατρών όπου τους ανέθεσε την
καλλιέργεια της μεγάλης περιουσίας του που είχε αποκτήσει εκεί με τα λεγόμενα
«φαλαγγικά γραμμάτια». Ο Τσιλλύρας γράφει ότι οι Βραχναίοι ως εμφυτευτές του
Σωτηριάδη έστησαν πρόχειρες καλύβες στις τοποθεσίες, Λάκκα, Ράχη, Παπαχροναίϊκα,
Ζαγαρακαίϊκα, Παπουλαίϊκα, Παξημαδαίϊκα, Φλάμπουρα, Βόλα και Μονοδένδρι.[11]
Η δραστηριότητα Γ. Σωτηριάδη δεν αφορούσε μόνο αγορά
έγγειας ιδιοκτησίας στην περιφέρεια της πόλης, αλλά και σε επενδυτικές κινήσεις
στο αστικό τοπίο της νέας πόλης Πατρών. Συγκεκριμένα, αγόρασε οικόπεδο μαζί με
το οίκημα που υπήρχε στο 37ο οικοδομικό τετράγωνο της Κάτω Πόλεως
από τον Δημήτριο Θεοχαρόπουλο. Στον Δ. Θεοχαρόπουλο το οικόπεδο είχε περιέλθει
με το νόμο της πολιτικής προικοδότησης του 1835 έναντι συνολικού ποσού 8.424
δρχ., ενώ στον Σωτηριάδη περιήλθε στα 1849, και ο οποίος ανέλαβε να αποπληρώσει
το χρέος του προηγούμενου ιδιοκτήτη προς το Δημόσιο.
Οι νέοι κάτοικοι της περιοχής πάντως, ενώ αρχικά
εγκαταστάθηκαν σε παραπήγματα στη θέση του Αγίου Βασιλείου - Βραχναίϊκων, πολύ
σύντομα συγκρότησαν τους πρώτους οικισμούς της γύρω περιοχής ενώ αργότερα
έδωσαν το όνομα σε αυτό, Βραχναίϊκα μεταφέροντας με αυτόν τον τρόπο, την
ονομασία της γενέθλιας γης στη νέα τους εγκατάσταση. Η ονοματοδοσία του νέου
οικισμού και ειδικά η κατάληξη – ικα (βλ. Βραχναίϊκα) σήμαινε την ύπαρξη
προσωρινών καλυβιών στην περιοχή, όπου διέμεναν κάτοικοι από τον ομώνυμο ορεινό
οικισμό των Καλαβρύτων.[12] Η γη
στην οποία είχαν μετοικίσει κατά βάση ανήκε στην κατηγορία των πρώην εθνικών
γαιών. Είναι άλλωστε δηλωτικές οι «τοποθεσίες» που διασώζονται ακόμα και σήμερα
στην παράλια ζώνη στον οικισμό, Μονοδένδρι, Ντεμάχια (Τεμάχια) και Φέτα, οι
οποίες φανερώνουν τμήματα γης που προήλθαν από διανομή τμημάτων εθνικής γης
μέσα από νομοθετικές διατάξεις.
Ο οικισμός των Βραχναίϊκων σταδιακά αποτέλεσε το
κέντρο ανάπτυξης της ευρύτερης περιοχής· και αντικατέστησε σε σημασία και
οικονομική ανάπτυξη τον ημιορεινό οικισμό των Δρεσθενών, ο οποίος πολύ σύντομα
πέρασε στην αφάνεια. Οι κάτοικοι των Δρεσθενών μη μπορώντας σε βάθος χρόνου να
διατηρήσουν τις προεπαναστατικές τους δραστηριότητες, και ακολουθώντας το
παράδειγμα των κατοίκων του Βραχνίου των Καλαβρύτων, αναγκάστηκαν και αυτοί με
τη σειρά τους να μετακινηθούν προς την παράλια ζώνη της περιοχής
εγκαταλείποντάς τον οριστικά. Ο πρόχειρος αυτός οικισμός που στήθηκε στην
περιοχή και αποτέλεσε αρχικά χώρο εποχιακής εγκατάστασης κατοίκων από τον
ορεινό οικισμό σταδιακά μετατράπηκε γρήγορα σε χώρο μόνιμης υποδοχής ανθρώπων
τόσο από το Βραχνί, όσο και από τα Δρεσθενά. Αυτή η ενασχόληση με τη
σταφιδοκαλλιέργεια άλλαξε και το συνολικό χάρτη των καλλιεργειών στην περιοχή.
Αυτή η εικόνα επιβεβαιώνεται και από την γεωργική απογραφή του 1911, κατά την
οποία η καλλιεργήσιμη έκταση - ειδικά των σταφιδοκαλλιεργειών και των
αμπελοκαλλιεργειών- στα Δρεσθενά ήταν μηδενική, ενώ στα Βραχναΐϊκα φαίνεται ότι
υπερέβαινε τα 5.000 στρέμματα.[13]
Ο Α. Τσέλος αποδίδει στον επικήδειό του το σημαντικό
ρόλο που είχε ο Σωτηριάδης στην ανάπτυξη της περιοχής, όταν επισημαίνει ότι «δι’ αυτού και τα μέσα οφείλομεν τόσους
αγροτικούς συνοικισμούς, οίτινες ανθούσι σήμερον και αποτελούσι το
εναποταμιευθέν κεφάλαιον της ελληνικής δραστηριότητος των τελευταίων τούτων
χρόνων», ενώ επίσης τονίζει ότι: «η εργασία αυτή του Σωτηριάδου εγένετο γόνιμος
εις ευάρεστα αποτελέσματα υπό την έποψιν της γενικής ωφελείας διότι και άλλαι ιδιοκτήται γαιών
καλλιεργησίμων, επόμενοι των παραδείγματι αυτού, ανέπτυξαν νέους συνοικισμούς
εκ φιλοπόνων χωρικών και ούτω μικρόν κατά μικρόν εκαλύφθη ολόκληρος η δυτική
παραλία της Πελοποννήσου ανθηρών σταφίδων και αμπελώνων, οίτινες σήμερον
αποτελούσι το μέγα εθνικόν πλούτον και το ανεξάντλητον της ατομικής
δραστηριότητος.»[14]
Η παρουσία του Σωτηριάδη συνέβαλε τα μέγιστα στην
ανάπτυξη των οικονομικών εσόδων του κράτους και επίσης, ενίσχυσε την ατομική
δραστηριότητα. Ο Παπαγεωργίου επισημαίνει επίσης ότι: «από όλους τους αφεντάδες της εποχής εκείνης εφάνη φιλανθρωπότερος
εβοήθησε τους Βραχναίους», σε αντίθεση με τους περισσότερους από τους
υπόλοιπους ιδιοκτήτες της περιοχής. Έτσι το 1864, ο Γ. Σωτηριάδης παραχώρησε
στον Κωνσταντίνο Κουτσουμπέλη έκταση 200 τετραγωνικών πήχεων κοντά στην
εκκλησία, «επί τω ρητώ όρω και συμφωνία
ίνα ο Κ. Κουτσουμπέλης κάμνη χρήσιν του τόπου τούτου δι’ αλώνιον προς
αποξήρανσιν της σταφίδος του (ενν. του ιδιοκτήτη Σωτηριάδη), χωρίς να δύναται
να κάμνη οικοδομήν και φύτεμα ή άλλον τι, το οποίον να σκιάζη και οπωσδήποτε
βλάπτη των γειτόνων και προσέτι ο τόπος ούτος μένη ανοικτός προς ευρυχωρίαν του
προαυλίου του Ναού».[15] Στο
χώρο που δώρισε στον Κουτσούμπελη άρχιζε αργότερα να φτιάχνεται η κεντρική
πλατεία του οικισμού. Ο κάτοχος της γης επιδίωξε μέσω αυτού του σχεδίου οι
εμφυτευτές να γίνουν επίσης «ιδιοκτήτες». Το επιχείρημα που διατυπώνεται, δεν
είχε αποκλειστικά οικονομικό περιεχόμενο, αλλά εμφανή ιδεολογικά στοιχεία καθώς
έκανε λόγο για τη δημιουργία νοικοκυριών που η «ευπρέπεια» και η «ευημερία»
τους ήταν προϊόντα, από τη μία της ύπαρξης ατομικής ιδιοκτησίας και από την
άλλη, των κερδών που απέφερε η πώληση του προϊόντος στην διεθνή αγορά.[16]
Σε αυτόν τον πληθυσμό που εγκαθίσταται σε διαφορετικές
φάσεις - άλλοτε προσωρινά και άλλοτε μόνιμα - ο Σωτηριάδης φαίνεται να βρήκε
και το απαραίτητο εργατικό δυναμικό για την καλλιέργεια των κτημάτων του. Η
σταφιδοκαλλιέργεια και ο τρόπος παραγωγής της κορινθιακής σταφίδας προϋπέθετε
την αρχική επένδυση του κεφαλαιούχου για το φύτεμα, τη φροντίδα του κτήματος,
ενώ στη συνέχεια, το κόστος της παραγωγής αυξανόταν σημαντικά, ειδικά κατά την
περίοδο της συγκομιδής του προϊόντος.
Αυτή
η τακτική πρόσκλησης πάντως διαφαίνεται από όλες σχεδόν τις πηγές σαν να
πρόκειται για ένα σταθερό μοτίβο, το οποίο κάθε φορά αποκτά διαφορετικό
χαρακτήρα. Στην μία περίπτωση, ο ισχυρός γαιοκτήμονας που έλκει την καταγωγή
του από την ίδια περιοχή «προσκαλεί» τους κατοίκους των ορεινών περιοχών να έλθουν
στα πεδινά, με την υπόσχεση να μετατραπούν σε σύντομο χρονικό διάστημα σε
ιδιοκτήτες. Σε άλλη, καλεί ανθρώπους τους οποίους έχει ξεχωρίσει για την
εργατικότητά τους όπως στην περίπτωση του Σωτηριάδη στο γειτονικό οικισμό των
Βραχνέϊκων.
Αλισσός και Καμηνίτσα,
χώρος επένδυσης του Γ. Λέοντα
«…σημειωτέον όμως ότι τόσον τα 300 ταύτα
στρέμματα καθώς και άλλα 100 στρέμματα συνεχόμενα με ομοίαν σταφιδοφυτείαν του
ιδίου κ. Γεωργίου Λέοντος είναι υπό εμφύτευσιν εις διαφόρους χωρικούς, παρ’ ων
και εμφυτεύθησαν και καλλιεργούνται υπό την συμφωνίαν μετά πέντε έτη της
εμφυτεύσεως να διανέμονται …».
Δεν
γνωρίζουμε τα ακριβή όρια των εκτάσεων του Λέοντα στην Καμινίτσα, αλλά αρκετά
χρόνια μετά την παραχώρηση των σημαντικών σε έκταση γαιών και ειδικότερα το
1846, συντάσσεται εμφυτευτικό συμβόλαιο ανάμεσα στον Λέοντα και δεκατρείς
γεωργούς για την εμφύτευση ενός κτήματος συνολικής έκτασης 125 στρεμμάτων. Το
διανεμητικό συμβόλαιο προσδιόριζε με ακρίβεια, ότι η εμφύτευση θα διαρκούσε 5
έτη και στη συνέχεια, θα ακολουθούσε η διανομή της, ανάμεσα στα δύο
συμβαλλόμενα μέρη. Αναφερόταν επίσης ότι: «…παραχώρησεν
εις τους εκληφθέντας εμφυτευτάς δια συμβολαιογραφικού εμφυτευτηρίου εγγράφου εκ
των ιδιόκτητων γαιών του κειμένων εις Αλυσσόν της περιφερείας του χωρίου
Καμενίτσης των Πατρών στρέμματα ως έγγιστα εκατόν είκοσι πέντε, επί συμφωνία να
φυτεύσωσι τους αγρούς σταφιδάμπελον και καλλιεργήσωσι αυτούς ιδίοις εξόδοις
πέντε εντελείς καλλιεργείας και διανέμωσι τον απελθόντα μήνα Μάιον 1850
πεντηκοστού έτους εις δύο ίσας μερίδας».
Για
να φυτέψει επομένως τα κτήματα «προσκάλεσε» καλλιεργητές και γεωργούς,
προερχόμενους κυρίως από την ορεινή περιοχή Σιβίστα του Δήμου Φενεού της
ορεινής Κορινθίας και τους παραχώρησε μικρές ιδιόκτητες εκτάσεις γης, τις
οποίες και επέκτειναν στην περιφέρεια της δικής του μεγάλης ιδιοκτησίας. Τα
έξοδα καλλιέργειας και φυτέματος βάρυναν αποκλειστικά τους εμφυτευτές.
Ενδιαφέρον επίσης, παρουσιάζει το ότι σε αυτή την μετακίνηση των εμφυτευτών δεν
φαίνεται να τους ακολούθησαν οι οικογένειες τους, αφού από τα συμβόλαια δεν
προκύπτει ότι οι συμβαλλόμενοι συγκροτούσαν ξεχωριστές οικογενειακές μονάδες,
άρα οι δεσμοί με την γενέτειρα περιοχή από την οποία μετακινήθηκαν, παρέμειναν
έως τότε ισχυροί.[17]
Όλοι
οι εμφυτευτές απέκτησαν με αυτόν τον τρόπο κτήματα μικρής έκτασης γύρω από την μεγάλη
ιδιόκτητη γη του Λέοντα. Πέρα από τη γη που διανεμήθηκε με βάση τους όρους του
εμφυτευτικού συμβολαίου προς τους μικρούς καλλιεργητές γης, ο Λέοντας ήταν
υποχρεωμένος να παραχωρήσει μικρά τμήματα οικοπέδων και αλωνιών, που δεν
ξεπερνούσαν το μισό στρέμμα το κάθε ένα, για τη μόνιμη εγκατάσταση των νέων
κατοίκων – εμφυτευτών από την περιοχή του Φενεού. Έτσι κατ’ εξαίρεση, δώρισε
στον Νικόλαο Παπαγγελόπουλο, δύο επιπλέον στρέμματα «…κατά πάντα ευχαριστημένος αναφερόμενον ιερέα δια την καλήν εκ μέρους
καλλιέργειαν του παραχωρηθέντος αυτώ από τον ίδιον [ενν. Γ. Λέοντα] τεμαχίου
γης εκ στρεμμάτων βασιλικών ως έγγιστα είκοσιν προς εμφύτευσιν». Η
μετέπειτα διανομή καθόριζε ότι από το μεγάλο κτήμα των 120 στρεμμάτων θα έμεναν
60 στρέμματα, τα όποια θα όριζε ο αγροδότης, στον ιδιοκτήτη και κάτοχο της γης
και από 1,5 έως 11,5 στρέμματα σε καθέναν από τους εμφυτευτές. Λόγω της
παρουσίας κατοίκων από τη Σιβίστα, η περιοχή έλαβε το όνομα Σιβιστέϊκα, περιοχή
στην οποία έχτισαν και ένα μικρό ναό με τον προστάτη της περιοχής τους. Η
ονομασία διατηρείται μέχρι και σήμερα ως τοπωνύμιο προς τον παράλιο τμήμα του οικισμού
Κάτω Αλισσού στο Δήμο Κάτω Αχαΐας. Στη συνέχεια, ο Γεώργιος Λέοντας δέσμευε
οικονομικά τους πρώην εμφυτευτές και νυν μικροϊδιοκτήτες με την τακτική των
δανείων, καθώς οι ανάγκες των εμφυτευτών – καλλιεργητών σε κεφάλαιο για το
φύτεμα και ανάπτυξη των σταφιδοκαλλιεργειών, τους ανάγκαζε σε πολλές
περιπτώσεις να χρεωθούν έναντι του ιδιοκτήτη. Η δέσμευση απέναντι στους
εμφυτευτές, συχνά δεν αφορούσε μόνο το οικονομικό πλαίσιο, αλλά και την ίδια τη
γη που είχε υποσχεθεί ότι θα τους παραχωρήσει μέσω των αλλεπάλληλων
εμφυτευτικών συμβολαίων.[18]
Η
οικογένεια Σαγιά επένδυσε τα κεφάλαιά της πλησίον του οικισμού Αποστόλου. Ο
οικισμός Αποστόλου βρίσκεται στην μεσημβρινή πεδιάδα του νομού Αχαϊοήλιδος, η
οποία εκτείνεται δυτικά από την πόλη της Πάτρας και παραλιακά. Μέσω των
ρυθμίσεων εφαρμογής των δύο νόμων περί διανομής των «εθνικών γαιών» και
«φυτειών» του 1871 τα δύο αδέλφια Νικόλαος και Γεώργιος εκμεταλλεύτηκαν την
ευκαιρία που δινόταν από την Πολιτεία. Ακολούθησαν διαφορετικές τακτικές
επένδυσης στο χώρο, μέσα από συνεχείς και αλλεπάλληλες αγορές εκτάσεων, όπως
και από τη διανομή των εθνικών γαιών και φυτειών στην περιοχή κοντά στον παλαιότερο
οικισμό της περιοχής. Τα δύο πρόσωπα αγόρασαν απευθείας εθνικά κτήματα με βάση
τις διατάξεις των νόμων, αλλά προέβησαν και σε αρκετές αγορές εκτάσεων που ήδη
είχαν διανεμηθεί σε άλλους κατόχους.
Το
αγοραστικό ενδιαφέρον των δύο αδελφών εστιάστηκε σε αγορές πρώην «εθνικής»
ξερικής γης, την οποία οι κάτοχοι υποθέτουμε ότι εκμεταλλεύονταν κατά κύριο λόγο
για να εκτρέφουν κοπάδια. Τα δύο αδέλφια απώτερο στόχο είχαν τη δημιουργία μιας
ενιαίας, μεγάλης ιδιοκτησίας με σκοπό να την εμφυτεύσουν και να την
καλλιεργήσουν με το πλέον εξαγώγιμο και προσοδοφόρο προϊόν εκείνης της εποχής
την κορινθιακή σταφίδα. Τον Απρίλιο του 1876, ο Νικόλαος αγόρασε γη στην
περιοχή, την οποία οι ιδιοκτήτες της φαίνεται ότι δεν μπορούσαν να μετατρέψουν
σε καλλιεργήσιμη, ενώ ο Γ. Σαγιάς εμπλέκεται σε μια υπόθεση ανταλλαγής
ιδιόκτητης γης με την οικογένεια Γκοτσούλια, στους οποίους παραχωρεί συνολική
έκταση 20 στρεμμάτων έναντι και ενός ποσού ύψους 100 δρχ., με την προϋπόθεση να
τους μετατρέψει σε: «…αναμφισβήτητους
νομείς και κατόχους της» γης, οι οποίοι «αποδέχονται άπασας τας προς το δημόσιον μέχρι τούδε υποχρεώσεις του
πωλητού», ο οποίος αναλαμβάνει με τη σειρά του, «να φροντίση την φύτευση σταφιδαμπέλου με εκείνας τας συμφωνίας με τας
οποίας θα εμφυτεύση ούτος τους πλησίον αυτούς αγρούς του, τα δε έξοδα όσα τυχόν
ήθελεν καταβάλλη προς τους εμφυτευτάς δια την εμφύτευσιν αυτού υπόσχονται ούτοι
να του τας πληρώσουν μετά παρέλευσιν πέντε ετών από σήμερον εντόκως προς 10%».[19]
Επομένως, παραχωρεί στους αδελφούς Γκοτσούλια έκταση 20 στρεμμάτων με σκοπό να
την εμφυτεύσει με τους ίδιους όρους με τους οποίους θα εμφυτεύσει και τα υπόλοιπα
ιδιόκτητα κτήματά του.
Ύστερα
από το θάνατο του Νικολάου Σαγιά, η γυναίκα του Ιουλία πούλησε συνολικά 300
περίπου στρέμματα σταφιδαμπέλων και την εξοχική του κατοικία στον νεοϊδρυθέντα
οικισμό των Σαγέϊκων. «…πάντως ο πατέρας
μου, ο οποίος στην εποχή του ήταν εκ των διαπρεπεστέρων δικηγόρων των Πατρών,
είχεν εστραμμένον τον νουν και την καρδιάν εις την γενέτειρά του, την Περιστέρα
και τα Καλάβρυτα. Αυτά όλα που σας γράφω κατωτέρω διαδραματίζοντο ολίγα χρόνια
μετά την απελευθέρωση της Ελλάδος από τον Τούρκικο ζυγόν. Διηγείτο πάντοτε, τας
συνθήκας υπό τας οποίας έζων εκεί το χειμώνα εις τα χιονισμένα βουνά των
Καλαβρύτων, όπου ο ταχυδρόμος ανέβαινε μιαν μόνο φοράν την εβδομάδα και δια να
μοιράσει την αλληλογραφίαν, έπρεπε να παραμερίσει από κάθε πόρτα σπιτιού τα
χιόνια με το φτυάρι. Πριν πανδρευθεί και αποκτήση οικογένεια ηγόρασε γαίας του Δημοσίου
και παρότρυνε τους κατοίκους Καλαβρύτων και ιδιαιτέρως της γενέτειράς του
Περιστέρας, να κατέβουν στον κάμπο να ζήσουν ανθρωπινότερα, πιο πολιτισμένα και
άνετα και να επιδοθούν εις την καλλιέργεια της σταφίδας, της οποίας ολόκληρος η
σοδειά διοχετεύετο εις την Αγγλία μέσω Πατρών. Τους προσέφερε δωρεάν τη γην και
τους εδάνεισε και χρήματα δια να κτίσουν τα σπίτια τους. Όχι βέβαια μέγαρα,
αλλά ισόγεια με χώρον αυλής και μικρόν κήπον».[20]
Η
διαφοροποίηση που περιγράφει στο εν λόγω απόσπασμα σχετικά με τη ζωή του πατέρα
της παλαιότερα και αργότερα, είναι χαρακτηριστική και καλύπτει όλο το επίπεδο
διαβίωσης των ανθρώπων: από τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε κατά τη διάρκεια της
διαμονής του στους ορεινούς όγκους της Περιστέρας, ως τις πολύ πιο άνετες συνθήκες
διαβίωσης στην περιοχή των Σαγέικων, το κλειδί της επιτυχίας δεν ήταν άλλο από
την επένδυση στην αδιάθετη έως τότε, εθνική γη. Στην περίπτωση των Σαγαίων οι
ιδιοκτήτες στράφηκαν σε εμφυτευτές από την περιοχή που γνώριζαν καλά, τους
ορεινούς όγκους της Περιστέρας. Πώς όμως θα καλλιεργούσαν τις σημαντικές σε
μέγεθος σταφιδικές εκτάσεις, αν υποθέσουμε ότι μια μέση οικογένεια τον 19ο
αιώνα, (4-5 μελών) μπορούσε να καλλιεργήσει το πολύ έως 10 στρέμματα.
Ενδεχομένως η απάντηση στο ερώτημα βρίσκεται στις «προτροπές» που οι πηγές
αφήνουν να εννοηθεί ότι καταφεύγουν οι κεφαλαιούχοι αγοραστές προς τους
ημινομαδικούς πληθυσμούς, ιδιαίτερα της ορεινής περιοχής των Καλαβρύτων, όπως για
παράδειγμα της Περιστέρας ο Σαγιάς, της ορεινής Κορινθίας ο Λέοντας, του
Βραχνίου ο Γ. Σωτηριάδης. Στην περιοχή γύρω από τον οικισμό Αποστόλου, τα
κτήματα ήθελαν εργατικά χέρια και άρα, η «πρόσκληση» ή η προτροπή έγινε προς
ανθρώπους που ο Σαγιάς γνώριζε από την γενέτειρά πατρίδα του και είχε
εμπιστοσύνη.
Συμπεράσματα
Η
αγορά σημαντικής έγγειας και αστικής ιδιοκτησίας επιβεβαίωνε περαιτέρω το
αίσθημα ισχύος στο πλαίσιο μιας ανταγωνιστικής, φιλελεύθερου χαρακτήρα
κοινωνίας. Η ανταγωνιστικότητα της κοινωνίας αφορούσε τις προσπάθειες
καταξίωσης των ανθρώπων που προέρχονταν από τα μεσαία κυρίως κοινωνικά
στρώματα. Το ζήτημα δυσκόλευε από τη στιγμή που έπρεπε να βρεθεί ο τρόπος να υλοποιηθεί η διανομή της και η καλλιέργειά της. Από την άλλη, σκοπός της πολιτείας, μέσα από την εκποίηση της εθνικής γης, ήταν να προχωρήσει σε όσον το δυνατόν μεγαλύτερο εκχρηματισμό των οικονομικών συναλλαγών στην ύπαιθρο και βέβαια να αποκομίσει και η ίδια οικονομικά οφέλη από τη διάθεσή της.
Το οικονομικό πλαίσιο που τίθεται από τον ιδιοκτήτη είναι πολλές φορές ασφυκτικό, καθώς αυτός είναι που παραχωρεί μέρος της γης του για οικία και για αγρό στους εμφυτευτές, ενώ σε πολλές περιπτώσεις τους δανείζει κεφάλαια με ανελαστικούς όρους. Σίγουρα πάντως, ισοσκελιζόταν από την επιβεβαιωτική, ως προς αυτό, αναφορά του περιοδικού Οικονομική Επιθεώρηση, στην οποία σημείωνε ο ανώνυμος αρθρογράφος της στα 1872 ότι: «ο χωρικός ιδιοκτήτης είναι εξ όλων των καλλιεργητών ο πλειότερος εκ του εδάφους ωφελούμενος, διότι είναι και ο μάλλον περί του μέλλοντος μεριμνών. Ενώ φωτίζεται υπό της πείρας, καθιστά παραγωγικοτέραν την ανθρωπίνην εργασίαν…» και παρακάτω: «Ούτως εξ όλων των καλλιεργητών ο χωρικός ιδιοκτήτης είναι ο ευτυχέστερος».[21] Στη συνέχεια, ο ίδιος αρθρογράφος υποστήριζε ότι: «Εν γένει η μικρά ιδιοκτησία αποτελεί ευρωστότατον σχολείον διανοητικής, ηθικής και οικονομικής αναπτύξεως του λαού».
Η ιδιοκτησία συνεπώς αποτελούσε «σχολείο» για τους κατόχους γης, το οποίο θα βελτίωνε τους όρους διαβίωσής τους τόσο ως προς το επίπεδο της οικονομίας, όσο και ως προς τη διανοητική, ηθική πλευρά της ζωής τους. Η έννοια της ιδιοκτησίας, την ίδια στιγμή που παρείχε στον κάτοχό της ασφάλεια, η οποία παρέμενε ζητούμενο για τους ανθρώπους που πριν λίγα χρόνια είχαν αλλάξει ριζικά τον τρόπο ζωής τους εγκαταλείποντας οριστικά τα ορεινά εδάφη, παρουσιαζόταν πλέον ως ένα στοιχείο εξέλιξης και πολιτισμού. Από την άλλη, φαίνεται ότι οι
περισσότεροι «εξαναγκάζονταν» να εγκαταλείψουν το «νομαδικό» τρόπο διαβίωσης, αντικαθιστώντας τις μεγάλες σε διαστάσεις «καλύβες» τους με τα μικρά σπίτια που τους παραχωρούσαν οι νέοι ιδιοκτήτες γης. Η ενασχόλησή τους ως κτηνοτρόφων βασιζόταν στη σχέση τους με το ζωικό κεφάλαιο της οικογένειας και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μοιράζουν το διάστημα του έτους ανάμεσα σε δύο περιοχές, τους ορεινούς όγκους και τα πεδινά. Άλλωστε το εμφυτευτικό σύστημα υπήρξε την περίοδο εκείνη, η πιο διαδεδομένη μορφή καλλιέργειας της σταφίδας στην περιοχή, γεγονός που ενίσχυε την οικονομική τους δύναμη ενώ αύξανε το κύρος τους και την όποια πολιτική τους επιρροή. Για δε τους εμφυτευτές – καλλιεργητές, σήμαινε τη μετατροπή τους στο μέλλον σε δυνάμει μικρούς ιδιοκτήτες. Συγκεκριμένα, οι εμφυτευτές αναλάμβαναν να κάνουν τη χέρσα γη φυτεία με δικά τους έξοδα. Μετά το πέρας 5-7 ετών, διαμοίραζαν τη γη την οποία καλλιεργούσαν μέχρι τότε με τον ιδιοκτήτη της έκτασης.
«Το φαινόμενο τούτο έλαβε μεγάλας διαστάσεις δια της μεταναστευτικής τάσεως των ορεινών εις τας πεδιάδας. Η δυτική ούτω παραλία της Πελοποννήσου κατοικείται νυν υπό μιγάδων εξ όλων των υπό ατυχεστέρας γεωλογικάς περιστάσεις διατελουσών χωρικών κοινοτήτων», επιβεβαίωνε ο αρθογράφος στην «Οικονομική Επιθεώρηση», τον Ιούλιο του 1873.[22] Οι αλλαγές που συμβαίνουν στον πληθυσμό της περιοχής, οφείλονται στις ανάγκες της τοπικής οικονομίας και υφαίνονται γύρω από την καλλιέργεια και το εμπόριο της σταφίδας.[23]
Τόσο η εξασφάλιση εργασίας, όσο και η απόκτηση γης, συνδέονται άρρηκτα με το πλαίσιο της οικονομικής δομής που χαρακτήρισε την ανάπτυξη της περιοχής, με την επέκταση των εκτάσεων και καλλιέργειας της σταφίδας, του συστήματος ιδιοκτησίας που λειτούργησε και των μορφών παραγωγής που ίσχυσαν. Υποστηρίξαμε ήδη, ότι η μετακίνηση πληθυσμού προς αυτές τις περιοχές εντάσσεται σε ένα σύνολο επιλογών, στο οποίο καθοριστική συμβολή έχει η απόκτηση γης και η εύρεση εργασίας. Κατά συνέπεια αυτή η επιλογή οδηγούσε στην οριστική τους μετεγκατάσταση στα νέα εδάφη. Σε αυτές τις δύο φάσεις μετακίνησης των ανθρώπων, οι ανάγκες τους διέφεραν. Η ζωή στην ορεινή περιοχή παρέπεμπε σε μια οικονομία κατά βάση κτηνοτροφική, με σημαντικές δυσκολίες για την ατομική αλλά και τη συλλογική διαβίωση. Ακόμα όμως και αν αυτό δεν ίσχυε συνολικά, οι συνθήκες διαβίωσης των ιδιοκτητών, ακόμα και των μικρών, στα πεδινά ήταν σαφώς καλύτερες. Οι κτηνοτρόφοι κάτοικοι της περιοχής που είχαν στην ιδιοκτησία τους τα κτήματα, φαίνεται ότι δεν ήταν σε θέση να τα φυτέψουν και να τα καλλιεργήσουν συστηματικά, επομένως αδυνατούσαν να στραφούν ενεργά στην καλλιέργεια της σταφίδας. Η επαφή των κατοίκων με το χώρο προέλευσης παρέμενε ισχυρή τα πρώτα χρόνια παρουσίας τους στη νέα γη, ενώ φαίνεται ότι εξασθενούσε με το πέρασμα του καιρού, για να εξαλειφτεί τελικά στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Οι ετησίως μετακινούμενοι πληθυσμοί- κάτοικοι των πεδινών εκτάσεων, χρειάζονταν προσωρινή στέγη για να καλύψουν τις τρέχουσες οικιστικές όπως και τις άλλες ανάγκες διαβίωσής τους. Η συνεχής τους μετακίνηση με τη μεταφορά του ζωικού τους κεφαλαίου, διαμόρφωνε συνθήκες προσωρινής διαμονής στο χώρο, με αποτέλεσμα την αναζήτηση πρόχειρων ως επί το πλείστον καταλυμάτων. Οι πληθυσμοί που επέλεγαν την οριστική μετακίνηση και μετεγκατάσταση στα πεδινά μαζί με την οικογένειά τους και το σύνολο της κινητής τους περιουσίας, έπρεπε να διασχίσουν πολλές φορές μεγάλες αποστάσεις, να επιλέξουν τον κατάλληλο τόπο και να εξασφαλίσουν μόνιμη, σταθερή κατοικία και εργασία. Ακολουθώντας συνήθως τις συμβουλές ενός ισχυρού οικονομικά προσώπου ή άλλες φορές βαδίζοντας στη διαδρομή συγγενικών τους προσώπων, περνούσαν δύσβατα μονοπάτια προσδοκώντας μια άλλη, καλύτερη ζωή. Οι πηγές μας συνεχώς αφήνουν να διαφανεί ότι κάποιος ισχυρός κεφαλαιούχος ο οποίος είχε στην κατοχή του πολλές εκτάσεις, τους μίλησε, τους προέτρεψε και τους έπεισε να εγκατασταθούν μόνιμα στα δικά του χωράφια. Η λειτουργία αυτής της «πειθούς», χωρίς βέβαια να είναι καταναγκαστική, παρουσιάζεται στο δημόσιο λόγο ως διέξοδος για τους ανθρώπους που επιλέγουν αυτόν το δρόμο και βέβαια εμπεριέχει στοιχεία επιβολής.
[1] Βλ.
Στάθης Κουτρουβίδης, ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Κοινωνική κυριαρχία και έγγειες σχέσεις στο νομό Αχαϊοήλιδος. Οικονομικές
και πολιτιστικές διαστάσεις, τόμος Α’, Ρέθυμνο 2008.
[2] Βλ. Σ.
Κουτρουβίδης τόμος Α’, ό.π., σ. 67-71
και Ιστορικό Αρχείο Εθνικής Τράπεζας (ΙΑΕΤΕ), Παραχωρητήρια εθνικών γαιών του
νόμου της προικοδότησης (1835), Υλικό του Ελεγκτικού Συνεδρίου, 1835-1910, (3
τόμοι). Το υλικό βρίσκεται μικροφωτογραφημένο (μφ. 32-35)
[3] Βλ. Mac-Grew, Land and Revolution in modern Greece 1800-1881, Kent State University Press, 1958 και
Σ. Κουτρουβίδης, «Η εφαρμογή του Νόμου περί ‘προικοδότησης’» στο Δοκιμές, τχ.13-14, Αθήνα 2005, σ.
193-215.
[4] Ν.
Εμμανουήλ στο «Περί της ελληνικής γεωργίας. Έδαφος και κλίμα. Πληθυσμός της
Ελλάδος. Ελληνικαί καλλιέργειαι» στην Εφημερίδα
της Ελληνικής γεωργίας, τομ. 2, 1955, σ. 77.
[5] Χ.
Κορύλλος, Χωρογραφία της Ελλάδος, Νομός
Αχαΐας, Αθήνα 1903, σ.11.
[6] Χ. Κορύλλος, Χωρογραφία της Ελλάδος Α’ Νομός Αχαΐας,
Πάτρα 1899. Βλ. επίσης ΦΕΚ. 8 Μαρ. 1841, επίσης Απογραφή του 1834, ενώ και ο Ι. Ραγκαβής «Στα Ελληνικά, ήτοι περιγραφή γεωγραφική, ιστορική, αρχαιολογική, και
στατιστική της αρχαίας και Νέας Ελλάδος», παραθέτει την ύπαρξη στο δήμο
Δύμης 28 οικισμών, τόμος Β΄, Αθήνα 1853, σ. 86-87.
[7] Ε.
Σκιαδάς, Ιστορικό Διάγραμμα των Δήμων της
Ελλάδος 1833-1912, Σχηματισμός – εξέλιξη-πληθυσμός-εμβλήματα, Αθήνα 1994,
σ. 221.
[8] Εφ. Φορολογούμενος, 23 Ιαν. 1890.
[9] Εφ. Φορολογούμενος, 23 Ιαν. 1890.
[10] Βλ. Β.
Παπαγεωργίου, Βραχνί και Βραχναίϊκα,
Πάτρα 1962, σ. 240.
[11] Δ.Ι..
Τσιλλύρας, Το Βραχνί των Καλαβρύτων, από
αρχαιοτάτης εποχής μέχρι σήμερον, Πάτρα 1965.
[12] Μ.
Σταματογιαννοπούλου, «Στη βόρειο Πελοπόννησο τον 19ο αιώνα: Η
αγροτική οικογένεια, η εποχιακή μετακίνηση και κυρίαρχη κοινωνική ομάδα στην
Κραθίδα (1840-1880), Ελληνική κοινωνία,
τχ. 1, 1994, σ. 102-126.
[13] Γεωργική Απογραφή του έτους 1911, έκδοση του υπουργείου
Εθνικής Οικονομίας, Διεύθυνσις Στατιστικής, 3 τόμοι, Αθήνα 1914.
[14] Βλ. Εφημ.
Φορολογούμενος, 23 Ιαν. 1890.
[15]
Υποθηκοφυλακείο Πατρών (Υπ.Π.), Βιβλίο Μεταγραφών, 20/3504, 2 Μαρ. 1864.
[16] Βλ.
επίσης Σ. Κουτρουβίδης, τόμος Α’, ό.π.,
σ. 220.
[17] Βλ. πιο
αναλυτικά Σ. Κουτρουβίδης, τόμος Α΄, ό.π.,
σελ. 238.
[18] βλ. Νεολόγος Κωνσταντινούπολης 4/16
Δεκέμβριος 1871. που δημοσιεύτηκε και επισημαίνει πως ο Λέοντας, εκτός των
1.000 στρεμμάτων σταφιδοφυτειών που κατείχε, αγόρασε αντί ευτελούς τιμής και
άλλα γραμμάτια και επιχείρησε να καταμετρήσει ως ιδιοκτησία του μέρος των
εκτάσεων σε βάρος των ιδιόκτητων πλέον φυτειών των χωρικών, αυτές δηλαδή που
είχε παραχωρήσει λίγα χρόνια πριν στους εμφυτευτές των κτημάτων του. «Ο δε Λέων ούτινος η μεγίστη επιθυμία ήν να
καταστήση τον τόπον εκείνον απλούν τιμάριον και τους χωρικούς δούλους ηγόρασεν
αντί ευτελούς ποσού γραμμάτια έτερα και επεχείρησε την πραγματοποίησιν αυτών
επί της καταλειφθείσης εκτάσεως υπό των χωρικών. Το μόνον δικαίωμα αυτού είναι
η γενομένη απλή της εκτάσεως καταμέτρησις.»
[20] Σ. Φραγκάκης στο υπό έκδοση
συλλογικό τόμο με προσωρινό τίτλο: Ιστορία
του Δημοτικού Διαμερίσματος Σαγέικων Αχαΐας (επιμ. Κ. Παπαγιαννόπουλος).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου