Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2019

Το υδατικό πρόβλημα του κάμπου της Δυτικής Αχαΐας. Αναγκαιότητα ολοκλήρωσης του αρδευτικού έργου του φράγματος Πηνειού






Ξενοφών Σταυρόπουλος, Δρ. Γεωλόγος – Μελετητής,
Αντ/δρος Δ/κού Συμβουλίου Συλλόγου Ελλήνων Γεωλόγων 



Ο κάμπος της Δυτικής Αχαΐας αναπτύσσεται στο δυτικό τμήμα του Νομού Αχαΐας έως τα όρια του με τον Νομό Ηλείας καταλαμβάνοντας έκταση 190 km2 περίπου με εύφορα εδάφη τα οποία σε συνδυασμό με τις  ευνοϊκές κλιματικές συνθήκες δημιουργούν τις απαραίτητες συνθήκες και προϋποθέσεις για πλούσιες και αποδοτικές αγροτικές καλλιέργειες.
Βασική οικονομική δραστηριότητα στην περιοχή αποτελεί ο πρωτογενής τομέας με ανάπτυξη αγροτικών δραστηριοτήτων – καλλιεργειών κηπευτικών, αμπελιών και ελιών κυρίως αλλά και κτηνοτροφίας. Τις τελευταίες δεκαετίες παρουσιάζει σημαντική ανάπτυξη και η οικονομική δραστηριότητα στο δευτερογενή και τριτογενή τομέα με τουριστικές εκμεταλλεύσεις στην παράκτια ζώνη αλλά και βιοτεχνίες επεξεργασίας και συσκευασίας αγροτικών προϊόντων κλπ.
Οι αρδευτικές ανάγκες του κάμπου έχουν υπολογισθεί με βάση τις καλλιεργούμενες εκτάσεις και τα είδη των καλλιεργειών και είναι της τάξης των 35-40 εκ.m3/έτος. Η κάλυψη των συνολικών υδατικών αναγκών της περιοχής γίνεται από την εκμετάλλευση των υπόγειων νερών της περιοχής τα οποία υπόκεινται σε συστηματική και μακρόχρονη εκμετάλλευση από μεγάλο αριθμό γεωτρήσεων με βάθη που φθάνουν έως 250-300 μ. Σε μελέτη του Υπ. Γεωργίας (2001) υπολογίσθηκε ότι στην περιοχή του κάμπου Δυτ. Αχαΐας λειτουργούν περίπου 3.000 γεωτρήσεις.
Το υδατικό πρόβλημα της περιοχής είναι γνωστό από τη δεκαετία του 1960με σειρά εξειδικευμένων μελετών και επιστημονικών ερευνών (1965: Υπ. Γεωργίας, 1987-1992: Ε.Μ.Πολυτεχνείο,  1994-1995: ΚΤΑΔΑ, 1999-2002: Υπ. Γεωργίας, 2004-2011: Περιφ. Δυτ. Ελλάδος) καταγράφουν με συστηματικές έρευνες και μετρήσεις την ποσοτική μείωση και ποιοτική υποβάθμιση των υπόγειων υδάτων της ευρείας πεδινής περιοχής της Δυτικής Αχαϊας.
Η ποσοτική κατάσταση των υπόγειων νερών είναι σε άκρως αρνητικό επίπεδο. Από την χαμηλή – παράκτια ζώνη και μέχρι το μέσον της πεδινής ζώνης  οι στάθμες των υπόγειων νερών είναι σε αρνητικά υψόμετρα που φθάνουν έως -60 μ. (κάτω από το επίπεδο της θάλασσας).
Η ποιοτική υποβάθμιση των υπόγειων νερών αφορά κυρίως: α) την επιβάρυνση τους με υψηλές συγκεντρώσεις στοιχείων που υποδηλώνουν ρύπανση όπως νιτρικά, νιτρώδη, θειικά, νάτριο κλπ και β) την επιβάρυνση με υψηλές συγκεντρώσεις χλωριόντων που υποδηλώνουν υφαλμύρινση.
Οι ποσοτική μείωση και ποιοτική υποβάθμιση των υπογείων υδάτων της περιοχής καταγράφεται και στα «Σχέδια Διαχείρισης Υδάτων στο πλαίσιο της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ» που εκπονούνται τα τελευταία χρόνια. Το υπόγειο υδατικό σύστημα της περιοχής ΥΥΣ (GR0200090) ταξινομείται σε κακή ποσοτική κατάσταση (κόκκινο χρώμα) με απολήψεις υπογείων υδάτων που υπερβαίνουν της ετήσια ανανέωση – τροφοδοσία, καθώς και σε κακή ποιοτική κατάσταση (κόκκινο χρώμα) με υψηλές συγκεντρώσεις που υπερβαίνουν τα επιτρεπόμενα όρια για τα χλωριόντα (Cl-), τα θειικά (SO4) και τα νιτρικά ιόντα (ΝΟ3).
Η ανεπάρκεια υδατικών πόρων αποτελεί δυσμενή παράγοντα για την ανάπτυξη της περιοχής δεδομένου ότι η εξασφάλιση του απαραίτητου νερού σε ποσότητα και ποιότητα είναι ζωτικής σημασίας για τη συνέχιση των γεωργικών δραστηριοτήτων.
Η οικονομική επιβάρυνση των αγροτών αλλά και των άλλων χρηστών νερού είναι δυσανάλογα μεγάλη λόγω μεγάλου κόστους κατασκευής και συντήρησης γεωτρήσεων μεγάλου βάθους έως 250-300 μ. και λόγω πολύ μεγάλου ετήσιου κόστους ενέργειας (ΔΕΗ) για άντληση αρδευτικού νερού από μεγάλα βάθη (100-200 μ.)
Η ολοκλήρωση του έργου της επέκτασης της αρδευτικής διώρυγας του φράγματος Πηνειού στη Δυτική Αχαΐα αποτελεί τη μοναδική δυνατότητα για την αντιμετώπιση του υδατικού προβλήματος. Οι μελέτες του φράγματος – αρδευτικού ταμιευτήρα Πηνειού έχουν γίνει από την δεκαετία του 1960 και το έργο κατασκευάσθηκε στις αρχές του 1970.
Ο ταμιευτήρας δέχεται νερά από λεκάνη απορροής περίπου 700 km2 (περίπου 400 km2 από Νομό Ηλείας και 300 km2 από Νομό Αχαϊας) με δυνατότητα αποθήκευσης νερού 350-400 εκ.m3/έτος.
Σύμφωνα με τις εγκεκριμένες μελέτες κατασκευής του έργου (Υπουργείο Δημοσίων έργων – 1970) προβλέπεται η άρδευση 400.000 στρ. (300.000 στρ. στο Νομό Ηλείας και 100.000 στρ. στο Νομό Αχαϊας) μέσω  δύο κεντρικών αρδευτικών διωρύγων (βόρεια και νότια).
Έχει κατασκευασθεί το σύνολο των αρδευτικών έργων (δίκτυα, αντλιοστάσια) της Νότιας Κεντρικής Διώρυγας στο Ν. Ηλείας.  Τα έργα της Βόρειας Κεντρικής Διώρυγας έχουν φθάσει εντός των ορίων του Ν. Αχαΐας, έχουν περάσει την κοίτη του ποτ. Λαρίσου και έχουν σταματήσει στο χωριό  Απιδεώνα (νότια του Λάππα). Το έργο δεν ολοκληρώθηκε στις δεκαετίες 1970-1980 λόγω έλλειψης πιστώσεων.
Το έτος 2003, από την Δ/νση Δημοσίων Έργων της Περιφέρειας Δυτ. Ελλάδας εξασφαλίζονται οι πιστώσεις και προκηρύσσεται διαγωνισμός για την «Μελέτη επέκτασης Κεντρικής Διώρυγας Πηνειού στη Δυτική Αχαΐα». Η εκπόνηση της μελέτης αρχίζει το 2004, περιλαμβάνει το σύνολο των τεχνικών μελετών (υδραυλική, γεωργική, τοπογραφική, γεωλογική, γεωτεχνική και περιβαλλοντική μελέτη). Μετά από μακρόχρονες διεργασίες, κυρίως για την εξασφάλιση των απαραίτητων γνωμοδοτήσεων για την περιβαλλοντική αδειοδότηση των προτεινόμενων έργων το σύνολο των τεχνικών μελετών ολοκληρώνεται και εγκρίνεται το 2011 με την απόφαση Έγκριση Περιβαλλοντικών Όρων του έργου από την ΕΥΠΕ την 30/12/2011.
Σύμφωνα με την εγκεκριμένη μελέτη προβλέπεται η επέκταση της Βόρειας Κεντρικής Διώρυγας Πηνειού με δύο κλάδους στο ανάπτυγμα του κάμπου Δυτικής Αχαϊας με παροχή νερού 36 εκ.m3/έτος για την άρδευση 63.000 στρεμμάτων.
Η άμεση χρηματοδότηση και η έναρξη κατασκευής του έργου αποτελεί αναγκαιότητα και τη μοναδική διέξοδο για την αντιμετώπιση του υδατικού προβλήματος της περιοχής και φυσικά για την οικονομική  και κοινωνική επιβίωση των κατοίκων της διότι οι συνθήκες ανεπάρκειας υδατικών πόρων είναι πλέον σε οριακό επίπεδο με αρνητικές συνέπειες για τη συνέχιση των γεωργο-κτηνοτροφικών αλλά και των υπόλοιπων οικονομικών δραστηριοτήτων.
Το διαθέσιμο νερό του ταμιευτήρα υπερκαλύπτει τις αρδευτικές ανάγκες των περιοχών που καλύπτει και έχει καταγεγραμμένη (μακροχρόνιες μετρήσεις) περίσσεια νερού της τάξης των 90 εκ.m3/έτος. Η επέκταση του αρδευτικού Πηνειού δεν είναι νέο έργο αλλά ολοκλήρωση του εγκεκριμένου σχεδιασμού του αρχικού έργου.
Το έργο της επέκτασης της διώρυγας Πηνειού στη Δυτική Αχαΐα προβλέπεται και περιλαμβάνεται στα Σχέδια Διαχείρισης Υδάτων στα πλαίσια της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ που εκπονήθηκαν και εγκρίθηκαν από την Ειδική Γραμματεία Υδάτων – Υπ. Περιβάλλοντος το 2013 και ανανεώθηκαν το 2018.


Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2019

Σχολείο Eκεί που ζούμε καλά μαζί


Δέσποινα Μάη, Εκπαιδευτικός


            «Για να υπάρξει θέατρο, είναι απαραίτητη η συνεύρεση σε ορισμένο, συμφωνημένο τόπο και χρόνο, ιδεατών ηρώων, σάρκινων εκτελεστών, συγκεκριμένων δεκτών» (Νικηφόρος Παπανδρέου, Περί θεάτρου, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, 1989 σ. 12). Συμπληρωματικά υπάρχει και το κείμενο. Αυτό που πραγματοποιήθηκε στον Λάπα στις 22 και 24 Ιουνίου του 2018 δεν είναι κάτι ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο από ότι ορίζεται πιο πάνω ως υποχρεωτική συνθήκη του θεάτρου. Στην αίθουσα εκδηλώσεων του Δημοτικού Σχολείου φιλοξενήθηκε η παράσταση από τη θεατρική ομάδα του Γυμνασίου του έργου των Α. Γιαλαμά και Κ. Πρετεντέρη «Η κόμισσα της φάμπρικας» (Εστία, Αθήνα, 2007) σε διασκευή. Σε ένα εγχειρίδιο-Οδηγό Πολιτιστικών Εκδηλώσεων επίσημου φορέα εκπαίδευσης, όπως είναι το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, μια τέτοια «δράση» εντάσσεται σε τίτλους-πλαίσια όπως «Σχολείο και Κοινωνία» και «Σχολείο και επαφή με την Τέχνη». Όμως εμείς, με τον τρόπο με τον οποίο έχουμε εμπλακεί, προτιμάμε αντίστοιχα ως προσδιοριστικά πλαίσια τα: «Σχολείο εκεί που ζούμε μαζί» και «Σχολείο εκεί που ζούμε καλά μαζί». Κανείς βέβαια από τους «δράστες» δεν θεωρεί ότι η δράση αυτή προσφέρει κάτι σημαντικό στο θέατρο ως μορφή τέχνης. Άλλωστε, δεν ήταν αυτός ο στόχος. Το ζητούμενο ήταν να έρθουμε με βιωματικό τρόπο όλοι οι συμμετέχοντες -μαθητές, εκπαιδευτικοί, γονείς και γενικότερα ο κοινωνικός περίγυρος- σε επαφή με τα βασικά συστατικά στοιχεία του θεάτρου.

            Πιο συγκεκριμένα, και πρώτα πρώτα, να αξιοποιήσουμε τον ομαδικό του χαρακτήρα. Με αυτό εννοούνται δύο πράγματα.
-          Το πρώτο είναι η συλλογικότητα: όλα τα μέλη της ομάδας έκαναν πράξη την ομαδοσυνεργατική μέθοδο (την οποία το σημερινό σχολείο υποτίθεται ότι ενισχύει ενώ υπονομεύει, αξιολογώντας τους μαθητές ατομικά και ενισχύοντας με διάφορες «αμοιβές»  την ανταγωνιστικότητα μέσα σε μία έτσι κι αλλιώς ανταγωνιστική κοινωνία), καθώς  συνεργάστηκαν για να ανεβεί η παράσταση κι ενισχύθηκαν από την ενθουσιώδη συμβολή σχολικών και άλλων τοπικών φορέων, αλλά και μεμονωμένων κατοίκων της περιοχής.

-          Το δεύτερο είναι η συντροφικότητα: ο τρόπος πρόσληψης των παραστάσεων από το πολυπληθές κοινό -αποτελούμενο από μικρούς και μεγάλους, με άμεση ή έμμεση σχέση με το σχολείο, από νυν και πρώην κατόχους της ιδιότητας του μαθητή, του κηδεμόνα, του εκπαιδευτικού, του διευθυντή ή και από απλώς πολίτες της περιοχής- θύμιζε γιορτή. Κι αν ισχύει αυτό που λένε οι θεατρολόγοι, ότι δηλαδή η ποιότητα της συγκίνησης και της συμμετοχής των θεατών είναι ανάλογη με την ποσότητα των τελευταίων, τότε αναδείχτηκε ένα ακόμη θεμελιώδες χαρακτηριστικό του θεάτρου σε σχέση με το κοινό. Και από την ομαδική ευαισθησία εισπράχθηκε, ότι κάτι έγινε για χάρη τους μία μοναδική και ανεπανάληπτη φορά, όπως συμβαίνει με όλες τις θεατρικές παραστάσεις, αλλά σε αυτή την περιοχή σπάνια.

Έτσι οδηγούμαστε στο δεύτερο βασικό συστατικό στοιχείο του θεάτρου, που είναι ο εφήμερος και ανεπανάληπτος χαρακτήρας του. Οι μαθητές που έλαβαν μέρος στις δύο παραστάσεις και οι θεατές που παρακολούθησαν την πρώτη ή τη δεύτερη ή, στην πλειονότητά τους, και τις δύο βίωσαν και συνειδητοποίησαν καθαρά αυτή την ιδιαιτερότητα.

      Τέλος, η συνύπαρξη πολλών καλλιτεχνικών γλωσσών σε αυτή τη δράση και η προσπάθεια αφομοίωσής τους σε ένα αρμονικό σύνολο, πράγμα για το οποίο συνεργάστηκαν εκπαιδευτικοί με διάθεση όχι να διεκπεραιώσουν αλλά να δημιουργήσουν και να περάσουν ωραία – δηλαδή να ζήσουν καλά μαζί – είναι ένα τρίτο γνώρισμα του θεάτρου που αναδείχθηκε.

            Άραγε, υπάρχει ανάγκη να γίνει λόγος για τα οφέλη που αποκόμισαν οι μαθητές από την εμπλοκή τους σε αυτή τη δράση; Σε μία εποχή στην οποία η πραγματική ζωή υποχωρεί τόσο γρήγορα μπροστά στην εγκαθίδρυση της εικονικής μέσα από την οποιασδήποτε μορφής οθόνη, ναι! Υπάρχει! Γιατί οι έφηβοι μαθαίνουν ότι «εμπλέκομαι και παρεμβαίνω ενεργά» δεν σημαίνει ψηφίζω τον «προτεινόμενο για αποχώρηση» αλλά αναλαμβάνω ευθύνη και συν-εργάζομαι. Ότι «εκτίθεμαι» δεν σημαίνει κρύβομαι πίσω από τον «τοίχο» στο Facebook ούτε είμαι μόνο κριτής ούτε, κυρίως, ότι κρινόμενος εμφανίζομαι αψεγάδιαστος, αλλά ότι είμαι αυτός που είμαι με σάρκα και οστά πάνω στο σανίδι, με το υπό διαμόρφωση ακόμη και άχαρο πολλές φορές σώμα μου, με την ακμή της εφηβείας, με την περίεργη λόγω μεταφώνησης φωνή μου, τα φάλτσα μου αλλά και τα σωστά μου, τον ιδρώτα μου, το άγχος μου αλλά και την τρελή χαρά μου. Με ένα λόγο, ότι είμαι αληθινός. Μαθαίνουν, τέλος, συμμετέχοντας ότι το ρίσκο που παίρνουν δεν είναι ψεύτικο με εξασφαλισμένο από πριν ένα καλό αποτέλεσμα, αλλά είναι πραγματικό. Κι αφού σε μια παράσταση ενδέχεται ανά πάσα στιγμή να καταστραφεί το αισθητικό αποτέλεσμα, ότι πρέπει να αγωνιστούν πραγματικά για να μη συμβεί αυτό και, αν συμβεί, όχι να «αποχωρήσουν» αλλά να μείνουν και να το διαχειριστούν.

            Όμως, και για όλους τους παρευρισκόμενους το κέρδος ήταν σημαντικό αφού η αλληλεπίδραση έγινε δια ζώσης κι όχι  πίσω από μια οθόνη, τα συγχαρητήρια δόθηκαν με χείλη, χαμόγελα και μάτια κι όχι με «like» και η συγκίνηση εκδηλώθηκε με αληθινά δάκρυα κι όχι με «φατσούλες».

            Να μια ενδιαφέρουσα ιστορία: στη Λιθουανία κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στο γκέτο της Βίλνα, μία Εβραία έφτιαξε μόνη της ένα θέατρο. Κρατούσε κρυφά από την καθημερινή μερίδα του ψωμιού της λίγη ψίχα και με αυτήν έπλαθε μικροσκοπικές κούκλες. Με αυτές, κάθε βράδυ, σε μια μικρή σκηνούλα έπαιζε θέατρο μπροστά σε θεατές πεινασμένους και προορισμένους για εκτέλεση, όπως και η ίδια... Δεν αναζητά κανείς αναλογίες μεταξύ της κατάστασης που περιγράφεται σε αυτήν την ιστορία και της δικής μας, τον τόπο, τον χρόνο και τις συνθήκες μας. Όμως, τι μας λέει αυτή η ιστορία; Ό,τι είχε συμπυκνώσει ο Κάρολος Κουν στη γνωστή του φράση: «κάνουμε θέατρο για την ψυχή μας». Η καταγραφή όλης αυτής της εμπειρίας τόσο στην εφηβική μνήμη όσο και στη δική μας, των ενηλίκων, σε μία περιοχή και σε μία κοινωνία γενικά στερημένη από τέτοια γεγονότα, αλλά και οι ανάλογες δράσεις από άλλα σχολεία της Δυτικής Αχαΐας τα τελευταία χρόνια και η επιθυμία για συνέχιση που εκφράστηκε από πολλές πλευρές λένε πολλά. Εμείς, οι εκπαιδευτικοί που εργαζόμαστε εδώ, είναι σημαντικό να συνειδητοποιούμε ότι οι δράσεις, οι οποίες – ίσως και από σκοπιμότητα – πλαισιώνονται θεσμικά ως τρόποι σύνδεσης του σχολείου με την τοπική κοινωνία, αποκτούν νόημα όχι όταν οδηγούν σε Βεβαιώσεις Υλοποίησης προγραμμάτων οι οποίες θα ενισχύσουν τον Ατομικό μας Φάκελο για την ώρα της Αξιολόγησης, αλλά όταν πραγματοποιούνται σε ένα «Σχολείο εκεί που ζούμε καλά μαζί» και «για την ψυχή μας».